ἀνεπιστήμων: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepistimon
|Transliteration C=anepistimon
|Beta Code=a)nepisth/mwn
|Beta Code=a)nepisth/mwn
|Definition=Dor. -άμων <span class="bibl">Archyt.3</span>, ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ignorant, unskilful</b>, <span class="bibl">Hdt.9.62</span>, <span class="bibl">Th.7.67</span>, etc.; <b class="b3">νῆες ἀνεπιστήμονες</b> ships <b class="b2">with unskilful crews</b>, opp. <b class="b3">ἔμπειροι</b>, <span class="bibl">Id.2.89</span>: so <b class="b3">μηδὲν ἀ. ἐᾶν</b> leave no part [[untrained]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>795c</span>; <b class="b3">ἀ. τινός</b> or <b class="b3">περί τινος</b> <b class="b2">unskilled in</b> a thing, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>350b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>202c</span>: c. inf., <b class="b2">not knowing how</b> to do a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.3.7</span>: foll. by relat., <b class="b3">ἀ. ὅτι .</b>. <b class="b2">not knowing</b> that... <span class="bibl">Th.5.111</span>; ἀ. ὅπῃ τράπωνται <span class="bibl">Id.3.112</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>636e</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>3.11</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">without knowledge, unintelligent</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>350b</span>, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης <b class="b2">less intelligent</b>, <span class="bibl">Hdt.2.21</span>.</span>
|Definition=Dor. -άμων <span class="bibl">Archyt.3</span>, ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ignorant]], [[unskilful]], <span class="bibl">Hdt.9.62</span>, <span class="bibl">Th.7.67</span>, etc.; <b class="b3">νῆες ἀνεπιστήμονες</b> ships <b class="b2">with unskilful crews</b>, opp. <b class="b3">ἔμπειροι</b>, <span class="bibl">Id.2.89</span>: so <b class="b3">μηδὲν ἀ. ἐᾶν</b> leave no part [[untrained]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>795c</span>; <b class="b3">ἀ. τινός</b> or <b class="b3">περί τινος</b> <b class="b2">unskilled in</b> a thing, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>350b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>202c</span>: c. inf., <b class="b2">not knowing how</b> to do a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.3.7</span>: foll. by relat., <b class="b3">ἀ. ὅτι .</b>. <b class="b2">not knowing</b> that... <span class="bibl">Th.5.111</span>; ἀ. ὅπῃ τράπωνται <span class="bibl">Id.3.112</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>636e</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>3.11</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">without knowledge, unintelligent</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>350b</span>, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης <b class="b2">less intelligent</b>, <span class="bibl">Hdt.2.21</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:55, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστήμων Medium diacritics: ἀνεπιστήμων Low diacritics: ανεπιστήμων Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Transliteration A: anepistḗmōn Transliteration B: anepistēmōn Transliteration C: anepistimon Beta Code: a)nepisth/mwn

English (LSJ)

Dor. -άμων Archyt.3, ον, gen. ονος,

   A ignorant, unskilful, Hdt.9.62, Th.7.67, etc.; νῆες ἀνεπιστήμονες ships with unskilful crews, opp. ἔμπειροι, Id.2.89: so μηδὲν ἀ. ἐᾶν leave no part untrained, Pl.Lg.795c; ἀ. τινός or περί τινος unskilled in a thing, Hp.VM1, Pl.Prt.350b, Tht.202c: c. inf., not knowing how to do a thing, X.Mem.2.3.7: foll. by relat., ἀ. ὅτι .. not knowing that... Th.5.111; ἀ. ὅπῃ τράπωνται Id.3.112. Adv. -μόνως Pl.Lg.636e, X. Cyn.3.11, etc.    II without knowledge, unintelligent, Pl.R.350b, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης less intelligent, Hdt.2.21.

German (Pape)

[Seite 225] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. ἄμεινον πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; περί τινος, Theaet. 202 c; ὁδός, unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστήμων: -ον, γεν, ονος, ὁ μὴ ἐπιστάμενος, ἀμαθής, ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, Ἡρόδ. 9. 62, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, καὶ ἀνεπιστήμονες ἔτι ὄντες, καίτοι ἄπειροι ἔτι ὄντες, Θουκ. 7. 67, κτλ.· ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς ναῦς ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν ἐμπείροις ... ἡ στενοχωρία οὐ ξυμφέρει, διότι βλέπω, ὅτι δὲν συμφέρει νὰ ναυμαχήσῃ τις εἰς μέρος στενόχωρον μὲ ὀλίγα πλοῖα, καίπερ ἔχοντα ἐξησκημένα πληρώματα, πρὸς πολλὰ μὲ πληρώματα μὴ ἐξησκημένα, ὁ αὐτ. 2. 89· οὕτω περὶ μελῶν τοῦ σώματος, μηδὲν ἀργὸν τούτων μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι, μηδὲν ἐᾶν ἀγύμναστον, Πλάτ. Νόμ. 795C: - ἀνεπιστήμων τινὸς ἢ περί τινος, ἄπειρος, μὴ ἔχων ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 350Β, Θεαίτ. 202C: - ἀνεπ- μετ’ ἀπαρεμ., ὁ μὴ ἐπιστάμενος χρῆσθαί τινι, ἀδαής, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 7: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι = ἐπισταμένοις ὅτι, Θουκ. 5.111· ἀπείρων καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, καὶ μὴ εἰδότων, ὁ αὐτ. 3. 112: - Ἐπίρρ. -μόνως Πλάτ. Νόμ. 636Ε, Ξεν. Κυν. 3, 11. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἐπιστημονικῆς μορφώσεως, Πλάτ. Πολ. 350Β, κτλ.· ἡ δ’ ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, ἀλογωτέρα, Ἡρόδ. 2. 21.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
ignorant, malhabile ; en parl. de choses νῆες ἀνεπιστήμονες THC navires avec des équipages mal exercés.
Étymologie: ἀ, ἐπιστήμων.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -άμων Archyt.B 3

• Morfología: [gen. -ονος]
I 1pers. ignorante, inexperto abs. ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν teniendo mal armamento eran además inexpertos en el arte militar Hdt.9.62, cf. Th.7.67, Pl.R.350a, X.Mem.2.3.7, Arist.EN 1180b17, Ph.1.242
de ahí νῆες ἀνεπιστήμονες naves con tripulación inexperta Th.2.89
de los miembros de un cuerpo μηδὲν ἀργὸν ... μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι no dejar que ninguno esté inactivo ni sin entrenamiento Pl.Lg.795c
desconocedor c. gen. ὧν ἀ. ἦσθα Archyt.l.c., ἰητρικῆς Hp.VM 1, πάντων τούτων Pl.Prt.350b, τοῦ ἐγρηγορέναι Arist.GA 779a19, θεοῦ δυνάμεως Ph.2.254
c. περὶ más gen. περὶ τούτου Pl.Tht.202c
c. inf. ἀνεπιστήμων ... ἀδελφῷ χρῆσθαι X.Mem.2.3.8
c. complet. ὅτι οὐδ' ... ἀπεχώρησαν Th.5.111, ὅπῃ τράπωνται Th.3.112.
2 no científico ἡ δ' ἑτέρη (γνώμη) ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης la segunda (opinión) es menos científica que la mencionada Hdt.2.21.
3 subst. τὸ ἀ. ignorancia Arist.Top.147a19.
II adv. -μόνως a la ligera Pl.Lg.636e
en forma inexperta ἠγμέναι ἀ. X.Cyn.3.11.

Greek Monolingual

ἀνεπιστήμων, -ον (Α)
1. αμαθής, άπειρος, αδαής
2. ο χωρίς επιστημονική μόρφωση
3. (για μέλος του σώματος) ανάσκητος, αγύμναστος.

Greek Monotonic

ἀνεπιστήμων: -ον, γεν. -ονος,
I. αδαής, αυτός που έχει άγνοια, ανεπιτήδειος, ανίκανος, σε Ηρόδ., Θουκ.· νῆεςἀνεπιστήμονες, πλοία με μη έμπειρο πλήρωμα, σε Θουκ.· με γεν. πράγμ., μη εκπαιδευμένος σε κάτι, σε Πλάτ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει να πράξει κάτι, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν έχει γνώση, μη οξυδερκής, άμυαλος· συγκρ. ἀνεπιστημονέστερος, λιγότερο οξύνους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιστήμων: 2, gen. ονος
1) незнающий, несведущий (τινός и περί τινος Plat.): τῶν ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται Thuc. так как они не знали, куда повернуться; ἀ. ὁδὸς περί τινος Her. невежественный способ объяснения чего-л.;
2) не умеющий, неопытный (χρῆσθαί τινι Xen.): ναῦς ἀ. Thuc. корабль с необученным экипажем.

Middle Liddell


I. not knowing, ignorant, unskilful, Hdt., Thuc.; ναῦς ἀνεπιστήμονες ships with unskilful crews, Thuc.;—c. gen. rei, unskilled in a thing, Plat.; c. inf. not knowing how to do a thing, Xen.
II. without knowledge, unintelligent: comp. ἀνεπιστημονέστερος less intelligent, Hdt.