τροχίζω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochizo | |Transliteration C=trochizo | ||
|Beta Code=troxi/zw | |Beta Code=troxi/zw | ||
|Definition=fut. Att. <b class="b3">-ιῶ</b> <span class="title">AP</span> (v. infr.): (τροχός) :—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">break on the wheel, torture</b>, <span class="bibl">D.S.20.71</span>, <span class="title">AP</span>5.180 (Asclep.) :—Pass., <span class="bibl">Antipho 1.20</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1153b19</span>; = [[ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι]], Phryn.<span class="title">PS</span> <span class="bibl">p.114B.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">furnish with wheels</b>, <span class="bibl">Bito 58.3</span> (Pass.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., | |Definition=fut. Att. <b class="b3">-ιῶ</b> <span class="title">AP</span> (v. infr.): (τροχός) :—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">break on the wheel, torture</b>, <span class="bibl">D.S.20.71</span>, <span class="title">AP</span>5.180 (Asclep.) :—Pass., <span class="bibl">Antipho 1.20</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1153b19</span>; = [[ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι]], Phryn.<span class="title">PS</span> <span class="bibl">p.114B.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">furnish with wheels</b>, <span class="bibl">Bito 58.3</span> (Pass.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., [[run round]], or perh. <b class="b2">take carriage exercise</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>935b29</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:35, 1 July 2020
English (LSJ)
fut. Att. -ιῶ AP (v. infr.): (τροχός) :—
A break on the wheel, torture, D.S.20.71, AP5.180 (Asclep.) :—Pass., Antipho 1.20, Arist. EN1153b19; = ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι, Phryn.PS p.114B. II furnish with wheels, Bito 58.3 (Pass.). III Pass., run round, or perh. take carriage exercise, Arist.Pr.935b29.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, βασανίζω, Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς τροχός, τρέχω, περιτρέχω, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 garnir de roues;
2 rouer, livrer au supplice de la roue;
3 écraser sous les roues;
II. intr. tourner comme une roue.
Étymologie: τροχός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τον κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τον βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και του προκαλώ σωματικές κακώσεις, τον τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].
Greek Monotonic
τροχίζω: μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
τροχίζω:
1) подвергать колесованию, колесовать Arst., Diod., Anth.;
2) вращать, кружить (Arst. - v. l. к τροχάζω).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχίζω [τροχός] radbraken.