ὁμότροπος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omotropos | |Transliteration C=omotropos | ||
|Beta Code=o(mo/tropos | |Beta Code=o(mo/tropos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of the same habits]] or [[life]], <b class="b3">ὁ. τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι</b>, of the mind in relation to the body, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>83d</span> : as Subst., οἱ ὁ. τινός <span class="bibl">Aeschin.1.158</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>26.7</span> ; <b class="b3">Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα</b> v.l. in <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.7</span> ; λέγοιτο δ' ἄν τις Πυρρώνειος ὁ. <span class="bibl">D.L.9.70</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">of like fashion</b>, ἤθεα ὁ. <span class="bibl">Hdt.8.144</span> ; τὰ ἐν Αἰγύπτῳ . . ὁ. ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι <span class="bibl">Id.2.49</span>, cf. <span class="bibl">Aen.Tact.19</span>, al. Adv. -πως [[in the same manner]], <span class="bibl">Id.3.3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>183b6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[homogeneous]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>45</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:34, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A of the same habits or life, ὁ. τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι, of the mind in relation to the body, Pl.Phd.83d : as Subst., οἱ ὁ. τινός Aeschin.1.158, cf. Thphr.Char.26.7 ; Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα v.l. in Pi.O.13.7 ; λέγοιτο δ' ἄν τις Πυρρώνειος ὁ. D.L.9.70. 2 of like fashion, ἤθεα ὁ. Hdt.8.144 ; τὰ ἐν Αἰγύπτῳ . . ὁ. ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι Id.2.49, cf. Aen.Tact.19, al. Adv. -πως in the same manner, Id.3.3, Arist.SE183b6. 3 homogeneous, Dam.Pr.45.
German (Pape)
[Seite 341] von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend; Δίκα καὶ ὁμότροπ ος Εἰράνα, Pind. Ol. 13, 7; ἤθεα, Her. 8, 144; τινί, 2, 49; Plat. Phaed. 83 d; οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου, Aesch. 1, 158; Ἔρωτι, Anacr. 36, 5. – Auch adv. ὁμοτρόπως, Schol. Soph. O. C. 350 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότροπος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς αὐτοὺς τρόπους, τὰς αὐτὰς ἕξεις, ἐν τῷ βίῳ, ὁμ. τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι, ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἐν σχέσει πρὸς τὸ σῶμα, Πλάτ. Φαίδων 83D· - ὡς οὐσιαστ., οἱ ὁμότροποί τινος Αἰσχίν. 22. 32· Δίκα καὶ ὁμ. Εἰράνα Πινδ. Ο. 13. 8. 2) ὅμοιος, ὁμοειδής, ὁμ. ἤθεα Ἡρόδ. 8. 144· τὰ ἐν Αἰγύπτω.. ὁμ. ἦν τοῖσι Ἕλλησι 2. 49. - Ἐπίρρ. -πως, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλεγχ. 33, 11· ἐξ ὁμοιότητος τρόπου, Διογ. Λ. 9. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les mêmes goûts, les mêmes mœurs, le même caractère ou le même genre de vie : τινι, que qqn ; οἱ ὁμότροποί τινος, ceux qui ont les mêmes goûts que qqn.
Étymologie: ὁμός, τρόπος.
English (Slater)
ὁμότροπος, -ον
1 of like character Δίκα καὶ ὁμότροπος Εἰρήνα (ὁμότροφος v. l.) (O. 13.7) ]
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμότροπος, -ον)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλο («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)
2. αυτός που είναι σύμφωνος κατά τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον άλλο ως προς τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα ἄλλην ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)
νεοελλ.
1. (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον
2. μαθημ. α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην άλλη με έναν συνεχή μετασχηματισμό, χωρίς να βγούμε έξω από το πεδίο αυτό
β) φρ. «ομότροπη περιοχή μηδενός» — περιοχή την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε έτσι ώστε να καταστεί σημειακή, χωρίς να εξέλθουμε από το πεδίο του ορισμού της
μσν.
αυτός που έχει κοινή καταγωγή με κάποιον άλλο, ομοιογενής, ομοειδής.
επίρρ...
ὁμοτρόπως (Α)
με τον ίδιο τρόπο, όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τρόπος (πρβλ. πολύ-τροπος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homotropous].
Greek Monotonic
ὁμότροπος: -ον, 1. αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., οἱὁμότροποί τινος, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.
2. όμοιος, ομοειδής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμότροπος:
1) ведущий такой же образ жизни, имеющий одинаковые привычки или нравы (ὁ. τε καὶ ὁμότροφος Plut.);
2) одинаковый, сходный (ἤθεα Her.; τύχαι Plut.): οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου Aesch. люди, похожие на Тимарха.
Middle Liddell
ὁμό-τροπος, ον,
1. of the same habits or life, Plat.:— as Subst., οἱ ὁμότροποί τινος one's messmates, Aeschin.
2. of like fashion, Hdt.