σύνοπτος: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoptos | |Transliteration C=synoptos | ||
|Beta Code=su/noptos | |Beta Code=su/noptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be seen, visible</b>, <b class="b3">τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν</b> [[visible]] from Corinthian territory, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a38</span>; <b class="b3">τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Mir.</span>843a9</span>; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>20.23</span> (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη <span class="bibl">D.H.9.24</span>; <b class="b3">κίνδυνος ἅπασι σ</b>. <span class="bibl">Plb.2.28.9</span>; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>27</span>; <b class="b3">ἐν συνόπτῳ εἶναι</b> to be within | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be seen, visible</b>, <b class="b3">τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν</b> [[visible]] from Corinthian territory, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a38</span>; <b class="b3">τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Mir.</span>843a9</span>; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>20.23</span> (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη <span class="bibl">D.H.9.24</span>; <b class="b3">κίνδυνος ἅπασι σ</b>. <span class="bibl">Plb.2.28.9</span>; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>27</span>; <b class="b3">ἐν συνόπτῳ εἶναι</b> to be within [[sight of land]], v.l. for [[ἀπόπτῳ]] in <span class="bibl">Aeschin.<span class="title">Ep.</span>1.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[intelligible]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A that can be seen, visible, τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν visible from Corinthian territory, Arist.Pol.1274a38; τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. Id.Mir.843a9; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν PFay.20.23 (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη D.H.9.24; κίνδυνος ἅπασι σ. Plb.2.28.9; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Plu.Tim.27; ἐν συνόπτῳ εἶναι to be within sight of land, v.l. for ἀπόπτῳ in Aeschin.Ep.1.4. II intelligible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1031] sichtbar, Pol. 2, 28, 9, übersichtlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, κάτοπτος, τάφος σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· κίνδυνος ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν ὥστε νὰ βλέπω γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. εὐσύνοπτος. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut embrasser d’un coup d’œil, pleinement visible.
Étymologie: συνόψομαι, συνοράω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.)
2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα
ευνόητα», Ησύχ.)
3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» — είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ- του ὄπωπα)].
Greek Monotonic
σύνοπτος: -ον (ὄψομαι), αυτός τον οποίο μπορεί να δει κάποιος με μια ματιά, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνοπτος -ον [συνοράω] goed zichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
σύνοπτος: легко обозреваемый, хорошо видимый, ясно заметный Arst., Polyb., Plut.
Middle Liddell
σύν-οπτος, ον, ὄψομαι
that can be seen at a glance, in full view, Arist. [from συνοράω