σινάμωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sinamoros
|Transliteration C=sinamoros
|Beta Code=sina/mwros
|Beta Code=sina/mwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mischievous]], [[hurtful]], <b class="b3">ὀλέθρια καὶ σ</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>48</span>; [[wantonly mischievous]], <span class="bibl">Anacr.52</span>; of a dog, Plu.2.3a: c. gen. rei, <b class="b3">τῶν ἑωυτοῦ σ</b>. [[destructive of]] his own property, <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.<b class="b3">ζ</b>. Adv. -ρως, ἐπέδακνεν τὸν Εὐριπίδην Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvi 23. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[wanton]], ἀπάτη <span class="bibl">Ach.Tat.2.38</span> (s.v.l.). (<b class="b3">σίνομαι</b>: for the termin. <b class="b3">-μωρος</b>, cf. [[ἰόμωρος]].)</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mischievous]], [[hurtful]], <b class="b3">ὀλέθρια καὶ σ</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>48</span>; [[wantonly mischievous]], <span class="bibl">Anacr.52</span>; of a dog, Plu.2.3a: c. gen. rei, <b class="b3">τῶν ἑωυτοῦ σ</b>. [[destructive of]] his own property, <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.[[ζ]]. Adv. -ρως, ἐπέδακνεν τὸν Εὐριπίδην Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvi 23. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[wanton]], ἀπάτη <span class="bibl">Ach.Tat.2.38</span> (s.v.l.). ([[σίνομαι]]: for the termin. <b class="b3">-μωρος</b>, cf. [[ἰόμωρος]].)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰμωρος Medium diacritics: σινάμωρος Low diacritics: σινάμωρος Capitals: ΣΙΝΑΜΩΡΟΣ
Transliteration A: sinámōros Transliteration B: sinamōros Transliteration C: sinamoros Beta Code: sina/mwros

English (LSJ)

ον,

   A mischievous, hurtful, ὀλέθρια καὶ σ. Hp.Art.48; wantonly mischievous, Anacr.52; of a dog, Plu.2.3a: c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ σ. destructive of his own property, Hdt.5.92.ζ. Adv. -ρως, ἐπέδακνεν τὸν Εὐριπίδην Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvi 23.    2 wanton, ἀπάτη Ach.Tat.2.38 (s.v.l.). (σίνομαι: for the termin. -μωρος, cf. ἰόμωρος.)

German (Pape)

[Seite 882] schädlich, verderblich, verwüstend; mit dem gen. der Sache, παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, d. i. seiner eigenen Sache schadend, Her. 5, 92, 6. – Bei den Attikern = naschhaft, leckerhaft, bes. lüstern nach verbotenem Liebesgenusse, wollüstig; καὶ λίχνος, von einem Hunde, Plut. de educ. lib. 4; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 609; Schol. Ar. Nubb. 1053 erkl. σινάμωρον τὸ πορνικόν, wie auch σινάμωρος ἡ μεμορημένη, und fügt die Ableitung von σίνος = αἰδοῖον hinzu. Der Zusammenhang mit σίνομαι, σίνος ist klar, -μωρος aber dieselbe Ableitungssylbe, welche in ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος, ὑλακόμωρος vorkommt (σινόμωρος, welche Form analoger gebildet wäre, ist schon von den alten Gramm. verworfen, vgl. Wessel. Her. 1, 152 u. Jac. in Wolf's Anal. 3 p. 30), und die verschieden gedeutet wird, verwüstungstoll, naschtoll, oder dem das Beschädigen, Naschen gleichsam zu Theil geworden (μόρος).

Greek (Liddell-Scott)

σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, βλαπτικός, ἐπιβλαβής, ὀλέθρια καὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816· ἀκολάστως βλαπτικός, αἰσχρός, λάγνος, Ἀνακρ. 52· ἐπὶ κυνός, Πλούτ. 2. 3Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1009· ― μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σ., βλάπτων τὰς ἰδίας του ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 92, 6. 2) αἰσχρός, λάγνος, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. 609. (Εἶναι κατάδηλος ἡ ἐκ τοῦ σίνομαι ἐτυμολογία· περὶ δὲ τῆς καταλήξεως -μωρος, ἴδε τὴν λ. ἰόμωρος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σινάμωρος· κακόσχολος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nuisible, funeste;
2 vorace, gourmand.
Étymologie: σίνομαι, -μωρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βλαβερός, επιζήμιος
2. λάγνος, ασελγής
3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος
κακόσχολος».
επίρρ...
σιναμώρως
με τρόπο επιβλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν-α- (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + -μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο σημασιολογικά (πρβλ. εγχεσί-μωρος, ιό-μωρος) είτε συνδέεται με το επίθ. μωρός.

Greek Monotonic

σῐνάμωρος: [ᾰ], -ον, επιβλαβής, επιζήμιος, με γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρος, επιζήμιος, βλαβερός για τις δικές του υποθέσεις, αυτοκαταστροφικός, σε Ηρόδ. (από σίνομαι και -μωρος, βλ. ἰό-μωροι).

Russian (Dvoretsky)

σῐνάμωρος:
1) причиняющий вред, разоряющий: τῶν ἑωυτοῦ σ. Her. портящий собственное достояние;
2) падкий до лакомств (σκύλαξ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σινάμωρος -ον [σίνος, μωρός?] schadelijk, verwoestend.

Middle Liddell

σῐνά-˘μωρος, ον, [From σίνομαι, -μωρος, v. ἰόμωροι
mischievous, c. gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ ς. ruining his own affairs, Hdt.