δίχηλος: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichilos | |Transliteration C=dichilos | ||
|Beta Code=di/xhlos | |Beta Code=di/xhlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cloven-hoofed]], <span class="bibl">Hdt.2.71</span>; δ. ἔμβασις <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>740</span>:—freq. in Dor. form δίχᾱλος, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>663a31</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[with two pincers]], [[prongs]], or [[claws]], πυραγρέτης <span class="title">AP</span>6.92 (Phil.); | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cloven-hoofed]], <span class="bibl">Hdt.2.71</span>; δ. ἔμβασις <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>740</span>:—freq. in Dor. form δίχᾱλος, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>663a31</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[with two pincers]], [[prongs]], or [[claws]], πυραγρέτης <span class="title">AP</span>6.92 (Phil.); [[πάγουρος]] ib.<span class="bibl">196</span> (Stat. Flacc.), cf. <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>76.10</span>; [[δίχιλα]] (sic) ξύλα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 37.4</span> (i A. D.); εἰς δίχηλον διεσχισμένος <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1.28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Subst., <b class="b3">δίχηλα ὕεια</b> pigs' [[trotters]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Lex.</span>6</span>; cf. [[διχάλα]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A cloven-hoofed, Hdt.2.71; δ. ἔμβασις E.Ba.740:—freq. in Dor. form δίχᾱλος, Arist.PA663a31, al. II with two pincers, prongs, or claws, πυραγρέτης AP6.92 (Phil.); πάγουρος ib.196 (Stat. Flacc.), cf. Hero Bel.76.10; δίχιλα (sic) ξύλα BGU 37.4 (i A. D.); εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28. III Subst., δίχηλα ὕεια pigs' trotters, Luc. Lex.6; cf. διχάλα.
German (Pape)
[Seite 646] mit gespaltenen Klauen; ἔμβασις, vom Fuße des Hirsches, Eur. Bacch. 733; ζῷα Arist. H. A. 2, 1, u. Sp.; von Krebsscheeren, Flacc. 3 (VI, 196); von der Feuerzange, Philp. 16 (VI, 92). Vgl. δίχαλος.
Greek (Liddell-Scott)
δίχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἄκρον πόδα εἰς δύο χηλάς διῃρημένον, δισχιδῆ, Ἡρόδ. 2. 71, Εὐρ. Βάκχ. 740· συνήθως ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ δίχᾱλος, ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. ὡς παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 31, κτλ., ἴδε Λεξ. Ἀριστ. ἐν λ. καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 639. ΙΙ. δίχηλον, τό, πυράγρα ἤ κρεάγρα, Ἀνθ. Π. 6. 92, πρβλ. 6. 196. 2) δίχηλα ὕεια, πόδες χοίρου, Λουκ. Λεξ. 6· πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
postér. διχηλός et διχαλός, ός, όν :
qui a le pied fourchu ; subst. δίχηλα ὕεια LUC pieds de cochon.
Étymologie: δίς, χηλή.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δίχα- Hsch.; διχαλός Arist.PA 663a31; διχηλός Arist.GA 771a23
• Grafía: graf. δίχιλος BGU 37.4 (I d.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
I de anim.
1 de pezuña hendida, patihendido del hipopótamo, Hdt.2.71, D.S.1.35, ἔμβασις de la ternera, E.Ba.740, cf. D.S.3.28, de cérvidos, Arist.HA 499a2, del bisonte, Arist.HA 630b4, πόδες Arist.PA 659a26, Ps.Callisth.2.38B
•subst. τὸ δ. la partición de la pezuña ἡ σχίσις καὶ τὸ δ. Arist.PA 663a31
•τὰ διχηλά los animales de pezuña hendida Arist.GA 771a23, 774b6, PA 662b35, 686b18, HA 499b22, Orib.2.68.3
•en gastronomía δίχηλα ὕεια manitas de cerdo Luc.Lex.6.
2 de dos extremidades, del avestruz de dos dedos Arist.PA 695a18
•de dos pinzas καρκίνος AP 6.92 (Phil.), Ps.Callisth.2.38Γ, δ. ... πάγουρος AP 6.196 (Stat.Flacc.)
•bífido γλῶσσα de una serpiente, Ps.Callisth.1.10B.
II de objetos que tiene dos brazos o derivaciones σιδηροῦς δάκτυλος ... ἐσχισμένος ... ὥστε δίχηλον γενέσθαι Hero Bel.76.10, σωλὴν ... εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28
•ahorquillado, en forma de horca ξύλα para escardar la tierra en un olivar BGU l.c.
•que consta de dos partes ζυγόν Hsch.
Greek Monolingual
και δίχαλος, -η, -ο (AM δίχηλος, -ον και δίχαλος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο
2. διχαλωτός
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα
τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο μεσαία δάχτυλα τών ποδιών είναι περισσότερο ανεπτυγμένα από τα δύο πλευρικά, που είναι ατροφικά και δεν στηρίζονται στο έδαφος
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίχηλον
τσιμπίδα, κρεάγρα
2. φρ. «δίχηλα ὕεια» — γουρουνοπόδαρα.
Greek Monotonic
δίχηλος: -ον, Δωρ. δίχᾱλος (χηλή)·
I. αυτός που έχει δίχηλη οπλή, σε Ηρόδ., Ευρ. II.δίχηλον, τό, λαβίδα, τσιμπίδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίχηλος: и διχηλός, дор. и поздн. διχᾱλός 2
1) раздвоенный (ἔμβασις Eur.; κέρατα, ἀστράγαλον Arst.);
2) с раздвоенными конечностями, т. е. клешнями (καρκίνος Anth.);
3) с раздвоенными копытами, парнокопытный (ἵππος ὁ ποτάμιος Her., Arst.; βοῦς, ἔλαφος Arst.): δίχηλα ὕεια Luc. свиные ножки (блюдо).
Middle Liddell
adj adj χηλή
I. cloven-hoofed, Hdt., Eur.
II. δίχηλον, ου, τό, a forceps, pincers, Anth.