ἁπλός: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aplos | |Transliteration C=aplos | ||
|Beta Code=a(plo/s | |Beta Code=a(plo/s | ||
|Definition=ή, όν, late form for | |Definition=ή, όν, late form for [[ἁπλόος]], <span class="title">An.Ox.</span>2.331. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:23, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, late form for ἁπλόος, An.Ox.2.331.
German (Pape)
[Seite 293] p. = ἁπλοῦς?
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦς, ὡς καὶ νῦν παρὰ τῷ λαῷ, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 331.
Spanish (DGE)
v. ἁπλόος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁπλοῡς, -ῆ, -οῡν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)
1. μονός
2. ανεπιτήδευτος, απέριττος
3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς
νεοελλ.
εύκολος, ευκολονόητος
αρχ.
1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος
2. καθαρός, αμιγής
3. ανεύθυνος, αναρμόδιος
4. γενικός, αόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από sm -pl -o -s (το αρχικό α- < sm -, πρβλ. ἅμα, εἷς) και συνδέεται με το λατ. simplus, simplex. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση μαρτυρία αποτελεί το ομηρ. απλοΐς, απαντά ήδη στα ομηρ. διπλόος, διπλήν κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. απλός, διπλός, οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. simplus, duplus (γοτθ. tweifls «αμφιβολία»), στους οποίους εμπεριέχεται ρίζα pl- που απαντά επίσης στα λατ. simplex, plecto, ελλ. πλέκω κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -πλοος προϊόν παρετυμολογίας από το πλόος < πλέω, οπότε το -πλος θα εκληφθεί είτε ως ριζικό όνομα είτε ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία προέλευση της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική διπλει, διπλη.
ΠΑΡ. απλοϊκός, απλότητα, απλούς
αρχ.
απλοΐς
νεοελλ.
απλουστεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. απλοσχήμων
νεοελλ.
απλογραφία, απλοελληνικός, απλολογία, απλοποιώ].
Russian (Dvoretsky)
ἁπλός: Anth. = ἁπλόος.