ἐνάλιος: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enalios | |Transliteration C=enalios | ||
|Beta Code=e)na/lios | |Beta Code=e)na/lios | ||
|Definition=[ᾰ], α, ον, and ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>855</span> (nisi leg. | |Definition=[ᾰ], α, ον, and ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>855</span> (nisi leg. [[ἐνάλου]]), <span class="bibl">Plu. <span class="title">Luc.</span>39</span>: Ep. and Lyr. also εἰνάλιος, α<b class="b3">, ον ος, ον</b> <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>526</span>, lyr.): ([[ἅλς]] B):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">in, on, of the sea</b>, <b class="b3">κῆτος, κορῶναι</b>, <span class="bibl">Od.4.443</span>, <span class="bibl">5.67</span>, etc.; νομός <span class="bibl">Archil.74.8</span>; <b class="b3">εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺν σκευᾶς ἑτέρας</b> while the rest of the tackle is at work fishing deep [[in the sea]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.79</span>. cf. <span class="bibl">Theoc.21.39</span>; ἐ. πόροι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>453</span>; <b class="b3">ἐ. θεός</b>, of Poseidon, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>888</span> (troch.), <span class="bibl">1493</span> (lyr.); <b class="b3">ἐ. λεώς</b> [[sea]]men, <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span>565</span>; <b class="b3">πόντου εἰναλία</b> [[φύσις]], i.e. the fish, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>345</span> (lyr.); of islands, ἐ. Εὐβοιὶς αἶα <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span> 255</span>; <b class="b3">ἐ. Χθών</b>, of Tyre, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>6</span>.—Poet. word, used in later Prose, ἐ. νῆσοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>392b19</span>; δίαιται <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>39</span>; ὄργανα <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 8 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, and ος, ον E.Andr.855 (nisi leg. ἐνάλου), Plu. Luc.39: Ep. and Lyr. also εἰνάλιος, α, ον ος, ον E.Hel.526, lyr.): (ἅλς B):—
A in, on, of the sea, κῆτος, κορῶναι, Od.4.443, 5.67, etc.; νομός Archil.74.8; εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺν σκευᾶς ἑτέρας while the rest of the tackle is at work fishing deep in the sea, Pi.P.2.79. cf. Theoc.21.39; ἐ. πόροι A.Pers.453; ἐ. θεός, of Poseidon, S.OC888 (troch.), 1493 (lyr.); ἐ. λεώς seamen, Id.Aj.565; πόντου εἰναλία φύσις, i.e. the fish, Id.Ant.345 (lyr.); of islands, ἐ. Εὐβοιὶς αἶα Id.Fr. 255; ἐ. Χθών, of Tyre, E.Ph.6.—Poet. word, used in later Prose, ἐ. νῆσοι Arist.Mu.392b19; δίαιται Plu.Luc.39; ὄργανα Porph.Antr.35.
German (Pape)
[Seite 826] α, ον, poet. εἰνάλιος, w. m. s., auch 2 Endgn, Eur. Andr. 855 Hel. 534; im Meere, πόροι, Meerfahrt, Aesch. Pers. 445; θεός, d. i. Poseidon, Soph. O. C. 892, wie Eur. Phoen. 1156; κόραι, Nereiden, Ar. Th. 325; ἐναλία θεός Eur. Andr. 253 I. A. 976; λεώς, Schiffsvolk, Ai. 562; δόρυ Pind. P. 4, 39; νῆσοι Arist. mund. 3; Αὐλίς, Φοίνισσα χθών, am Meere gelegen, Eur. I. A. 165 Phoen. 6; δίαιται ἐνάλιοι, Wohnungen auf dem Meere, Plut. Lucull. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάλιος: ᾰ, α, ον, καὶ ος, ον Εὐρ. Ἀνδρ. 855, Ἑλ. 526˙ Ἐπ. καὶ Λυρ. ὡσαύτως: εἰνάλιος (ἅλς): - θαλάσσιος, Λατ. marinus, κῆτος, κορῶναι Ὀδ. Δ. 443, Ε. 67, κτλ.˙ νομὸς Ἀρχίλ. 69˙ ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας, καθότι ὡς ὁ φελλὸς ἐπιπλέει ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς θαλάσσης, τῆς σαγήνης πονούσης ἐν τῷ βάθει πρὸς σύλληψιν ἰχθύων, οὕτω κἀγὼ ἀβάπτιστός εἰμι μένων ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ, Πινδ. Π. 2. 144, πρβλ. Θεόφρ. 21. 39Ϗ ἐν. πόροι Αἰσχύλ. Πέρσ. 453˙ ἐνάλιος θεός, ὁ Ποσειδῶν, Σοφ. Ο. Κ. 888, 1497, Εὐρ.˙ ἐνάλιος λεώς, ναῦται, Σοφ. Αἴ. 565˙ πόντου εἰναλία φύσις, οἱ ἰχθύες, ὁ αὐτ. Ἀντιγ. 346˙ ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239˙ ἐν. χθών, περὶ τῆς Τύρου, Εὐρ. Φοίν. 6: - ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἐν. νῆσοι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1˙ δίαιται Πλουτ. Λυκ. 39.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 qui est ou vit dans la mer;
2 qui vit sur mer;
3 qui concerne la mer ou les marins : ἐνάλιος θεός SOPH le dieu de la mer ou des marins (Poséidon).
Étymologie: ἐν, ἅλς¹.
English (Autenrieth)
see εἰνάλιος.
English (Slater)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): εἰν- Od.4.443, Thgn.576, Emp.B 72, Ar.Th.325, S.Ant.345, Call.Del.243, Theoc.21.39; ἐνν- Alc.44.7 (cj.), Pi.P.2.79, O.9.99; fem. -η Col.Memn.62.2 (imp.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον E.Hel.526; Plu.Luc.39; dat. plu. masc. -οισι Theoc.l.c., fem. -αισι E.Tr.1095, Mosch.3.37]
marino, del mar de anim. κῆτος Od.l.c., κορῶναι Od.5.67, πόντου τ' εἰναλία φύσις de los peces, S.Ant.345, cf. Emp.l.c., Marc.Sid.1, φῶκαι Call.Del.243, λιμναῖαι ἢ εἰνάλιαι ὄρνιθες Arat.942, cf. D.P.Au.3.22, εἰνάλι' ὦ λαβύρινθε de una concha AP 6.224 (Theodorid.), θηρία Gal.10.128, cf. 15.754, Gr.Nyss.Res.251.25
•de dioses νύμφα de Tetis, Alc.l.c., cf. Col.Memn.l.c., Ζεῦ τ' ἐνάλιε A.Fr.46a.10, Νηρέος εἰναλίου τε κόραι Ar.l.c., cf. AP 7.1 (Alc.Mess.), ἐ. θεός de Posidón, S.OC 888, cf. Orác. en ITralleis 1.7 (II d.C.)
•de pers. λεώς S.Ai.565
•de lugares νομός Archil.206.8, χοιράδες Thgn.l.c., cf. Vett.Val.103.17, πόροι A.Pers.453, ἐναλία Εὐβοιὶς αἶα S.Fr.255, Φοίνισσα ἐναλία χθών de Tiro, E.Ph.6, εἰνάλιαι πλάται del mar, E.Tr.1095, νῆσοι Arist.Mu.392b19, Call.Del.154, cf. Mosch.l.c.
•de cosas τύμβος Pi.O.9.99, κώπη E.Hel.526, ὄργανα καὶ ἔργα Porph.Antr.35
•de abstr. πόνος Pi.P.2.79, cf. Theoc.l.c., δίαιται Plu.l.c.
English (Strong)
from ἐν and ἅλς; in the sea, i.e. marine: thing in the sea.
English (Thayer)
ἐναλιον, or ἐνάλιος, ἐναλια, ἐναλιον (cf. Winer's Grammar, § 11,1)) ἅλς the sea), that which is in the sea, marine; plural τά ἐναλια marine animals, εἰνάλιος as old as Homer.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐνάλιος, -α, -ον και ἐνάλιος, -ον
Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός
(α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ.
β. «ἐνάλιος λεώς» — οι ναυτικοί, Σοφ.
γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» — οι Νηρηίδες
δ. «ενάλιος πλούτος»)
αρχ.
1. (για νησί) αυτός που περιβρέχεται από θάλασσα («ἐνάλιος Εύβαιίς αἶα», Σοφ.)
2. παραθαλάσσιος («Αὐλίδα ἐναλίαν», «Φοίνισσαν ἐναλίαν χθόνα», Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐνάλιος: [ᾰ], -α, -ον ή -ος, -ον, ποιητ. εἰνάλιος (ἅλς),· αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω από τη θάλασσα, ο θαλάσσιος, Λατ. marinus, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν. λεώς, οι ναύτες, σε Σοφ.· πόντου εἰναλία φύσις, δηλ. τα ψάρια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάλιος: эп.-дор. εἰνάλιος 3 и 2 (ᾰ)
1) морской (κορῶναι Hom.; ἄκατος Pind.; πόροι Aesch.; θεός Soph., Eur.; νῆσοι, ζῷα Arst.): εἰνάλιοι πόνοι Pind., Theocr. труды рыбаков; ἐ. λεώς Soph. мореплаватели, моряки; πόντου ἐναλία φύσις Soph. и τὸ τῶν ἐναλίων γένος Plut. = ἰχθύες;
2) приморский (χθών Eur.; δίαιται Plut.).
Middle Liddell
ἐν-ά˘λιος, η, ον adj adj [ἅλς]
in, on, of the sea, Lat. marinus, Od., Aesch., etc.; ἐν. λεώς sea men, Soph.; πόντου εἰναλία φύσις, i. e. fish, Soph.
Chinese
原文音譯:™n£lioj 恩阿利哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-鹽的
字義溯源:在海裏,水族;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἅλς)*=鹽)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 水族(1) 雅3:7