μεταβατικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavatikos
|Transliteration C=metavatikos
|Beta Code=metabatiko/s
|Beta Code=metabatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[able to pass from one place to another]], τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον <span class="title">Placit.</span>4.8.6; <b class="b3">μ. κίνησις</b> motion [[involving change of place]], ib.4.6.1, <span class="bibl">Ph. 1.397</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.195</span>; <b class="b3">μ. ὄργανα</b> organs [[of motion]], Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν <span class="title">Placit.</span>3.13.3, cf. <span class="bibl">Ph.1.176</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>43.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[discursive]], φαντασία μ. καὶ συνθετική <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.276</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.628</span> S., <span class="title">in Ti.</span>1.244 D. Adv. -[[κῶς]] Id. <span class="title">in Prm.</span>l.c., <span class="title">in Ti.</span>1.246 D.; [[by the process of analogical]] or [[discursive reasoning]], εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.25</span>; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>100</span>; opp. [[ἀμεταβάτως]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>211</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[exchanging]], [[bartering]]: <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[the petty dealers]], dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -[[βλᾱτικόν]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Gramm., [[not reflexive]], of pronouns, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>24.15</span>. Adv. -[[κῶς]] ib.<span class="bibl">44.14</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[able to pass from one place to another]], τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον <span class="title">Placit.</span>4.8.6; <b class="b3">μ. κίνησις</b> motion [[involving change of place]], ib.4.6.1, <span class="bibl">Ph. 1.397</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.195</span>; <b class="b3">μ. ὄργανα</b> organs [[of motion]], Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν <span class="title">Placit.</span>3.13.3, cf. <span class="bibl">Ph.1.176</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>43.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[discursive]], φαντασία μ. καὶ συνθετική <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.276</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.628</span> S., <span class="title">in Ti.</span>1.244 D. Adv. -[[κῶς]] Id. <span class="title">in Prm.</span>l.c., <span class="title">in Ti.</span>1.246 D.; [[by the process of analogical]] or [[discursive reasoning]], εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.25</span>; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>100</span>; opp. [[ἀμεταβάτως]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>211</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[exchanging]], [[bartering]]: <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[the petty dealers]], dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -[[βλᾱτικόν]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Gramm., [[not reflexive]], of pronouns, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>24.15</span>. Adv. -[[κῶς]] ib.<span class="bibl">44.14</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβᾰτικός Medium diacritics: μεταβατικός Low diacritics: μεταβατικός Capitals: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metabatikós Transliteration B: metabatikos Transliteration C: metavatikos Beta Code: metabatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A able to pass from one place to another, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6; μ. κίνησις motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα organs of motion, Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν Placit.3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32.    2 discursive, φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. -κῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr.100; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst.211.    II exchanging, bartering: τὸ -κόν the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -βλᾱτικόν).    III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. -κῶς ib.44.14.

German (Pape)

[Seite 144] ή, όν, zum Uebergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. κίνησις, ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι αὐτόθι 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, αὐτόθι 315C, πρβλ. διαβατικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. transitif.
Étymologie: μεταβαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβατικός, -ή, -όν) μεταβαίνω
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός
(α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», Πλούτ.)
2. φρ. «μεταβατικά ρήματα»
γραμμ. ενεργητικά ρήματα στα οποία η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει στο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς τα αμετάβατα
νεοελλ.
1. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός («μεταβατική περίοδος»)
2. φρ. «μεταβατικά στοιχεία»
χημ. άλλη ονομασία της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που είναι περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης
αρχ.
1. αυτός που κινείται εδώ κι εκεί σε αναζήτηση κάποιου, ερευνητικός
2. αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβατικὸν
οι μικρέμποροι
4. φρ. α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης
β) «μεταβατική κίνησις» — κίνηση για αλλαγή τόπου.
επίρρ...
μεταβατικώς και -ά (Α μεταβατικῶς)
με μεταβατικό τρόπο, με μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα
2. με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῡμεν», Σέξτ. Εμπ.)
3. με σύνταξη μεταβατικού ρήματος, με μετάβαση της ενέργειας του υποκειμένου σε αντικείμενο.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰβᾰτικός:
1) передвигающий, смещающий (κίνησις Plut.; δύναμις Sext.);
2) грам. переходный (ῥῆμα).