τιμήεις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timieis
|Transliteration C=timieis
|Beta Code=timh/eis
|Beta Code=timh/eis
|Definition=εσσα, εν, acc. [[τιμήϝεντα]] (τιμετε[ lapis) prob. in <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.44 (Sicily); contr. τιμῆς <span class="bibl">Il. 9.605</span>; acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τιμῆντα <span class="bibl">18.475</span>; Dor. τιμάεις <span class="title">BCH</span>21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).7(25)</span>; Pamphyl. fem. τιμάϝεσα <span class="title">Schwyzer</span> 686.6:—[[honoured]], [[esteemed]], of men or gods, <span class="bibl">Il.9.605</span>, <span class="bibl">Od.13.129</span>, <span class="bibl">18.161</span>: Comp., τιμηέστερος πέλεται <span class="bibl">1.393</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, [[prized]], [[costly]], χρυσός <span class="bibl">Il.18.475</span>, <span class="bibl">Od.8.393</span>; δῶρον <span class="bibl">1.312</span>: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον <span class="bibl">4.614</span>, <span class="bibl">15.114</span>; ἐμπόλημα -έστατον <span class="title">Com.Adesp.</span>1226: Dor. contr. Sup. [[τιμαστάτων]] (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (<b class="b3">τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων</b> codd., [[τιμαεστάτων]] cj. Gaisf.).</span>
|Definition=εσσα, εν, acc. [[τιμήϝεντα]] (τιμετε[ lapis) prob. in <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.44 (Sicily); contr. τιμῆς <span class="bibl">Il. 9.605</span>; acc. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> τιμῆντα <span class="bibl">18.475</span>; Dor. τιμάεις <span class="title">BCH</span>21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).7(25)</span>; Pamphyl. fem. τιμάϝεσα <span class="title">Schwyzer</span> 686.6:—[[honoured]], [[esteemed]], of men or gods, <span class="bibl">Il.9.605</span>, <span class="bibl">Od.13.129</span>, <span class="bibl">18.161</span>: Comp., τιμηέστερος πέλεται <span class="bibl">1.393</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, [[prized]], [[costly]], χρυσός <span class="bibl">Il.18.475</span>, <span class="bibl">Od.8.393</span>; δῶρον <span class="bibl">1.312</span>: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον <span class="bibl">4.614</span>, <span class="bibl">15.114</span>; ἐμπόλημα -έστατον <span class="title">Com.Adesp.</span>1226: Dor. contr. Sup. [[τιμαστάτων]] (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (<b class="b3">τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων</b> codd., [[τιμαεστάτων]] cj. Gaisf.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμήεις Medium diacritics: τιμήεις Low diacritics: τιμήεις Capitals: ΤΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: timḗeis Transliteration B: timēeis Transliteration C: timieis Beta Code: timh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, acc. τιμήϝεντα (τιμετε[ lapis) prob. in Supp.Epigr.4.44 (Sicily); contr. τιμῆς Il. 9.605; acc.    A τιμῆντα 18.475; Dor. τιμάεις BCH21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες Pi.I.4(3).7(25); Pamphyl. fem. τιμάϝεσα Schwyzer 686.6:—honoured, esteemed, of men or gods, Il.9.605, Od.13.129, 18.161: Comp., τιμηέστερος πέλεται 1.393.    2 of things, prized, costly, χρυσός Il.18.475, Od.8.393; δῶρον 1.312: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον 4.614, 15.114; ἐμπόλημα -έστατον Com.Adesp.1226: Dor. contr. Sup. τιμαστάτων (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων codd., τιμαεστάτων cj. Gaisf.).

German (Pape)

[Seite 1115] εσσα, εν, zsgzgn τιμῇς, Il. 9, 605, acc. τιμῆντα, Il. 18, 475, u. dor. τιμᾶντα, Pind.; geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, Od. 13, 129. 18, 160; von Sachen, werthvoll, kostbar, χρυσός, δῶρον, Od. 1, 312. 8, 393. 11, 327; τιμηέστερος, 1, 393; superl. τιμηέστατος, 4, 614. 15, 114; τιμάεντες, Pind. I. 3, 25; und einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμήεις: εσσα, εν· συνῃρ. τιμῇς Ἰλ. Ι. 605· αἰτ. τιμῆντα Σ. 475· Δωρ. τιμάεις Πινδ. Ι. 4. 12 (3. 25)· - τετιμημένος, ἔντιμος, ἐκτιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 605 (601), Ὀδ. Ν. 129., Σ. 161. -Συγκρ., τιμηέστερος πέλεται Α. 393. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βαρύτιμος, πολύτιμος, χρυσός Ἰλ. Σ. 475, Ὀδ. Θ. 393· δῶρον Α. 312· ὑπερθετ., τιμηέστατον δῶρον Δ. 614., Ο. 114· ἐμπόλημα τιμηέστατον Κωμ. Ἀνών. 36.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 honoré, considéré, estimé;
2 digne de prix, précieux;
Cp. τιμηέστερος, Sp. τιμηέστατος.
Étymologie: τιμή.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τιμάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α
1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός
2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, (βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τῑμήεις: -εσσα, -εν, συνηρ. τιμῇς, αιτ. τιμῆντα· Δωρ. τιμάεις·
1. τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη υπόληψη από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. τιμηέστερος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πράγματα, βαρύτιμος, πολύτιμος, σε Όμηρ.· υπερθ. τιμηέστατος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμήεις: ήεσσα, ῆεν, стяж. τιμῇς, дор. τῑμάεις (ᾱ)
1) почитаемый, уважаемый (τινί Hom.);
2) высоко ценимый, (драго)ценный (δῶρον Hom.).

Middle Liddell

τῑμήεις, εσσα, εν
1. honoured, esteemed, Hom.:—comp., τιμηέστερος Od.
2. of things, prized, costly, Hom.: Sup. τιμηέστατος Od.