ἐξέργω: Difference between revisions
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksergo | |Transliteration C=eksergo | ||
|Beta Code=e)ce/rgw | |Beta Code=e)ce/rgw | ||
|Definition=Att. ἐξείργω, fut. <span class="sense" | |Definition=Att. ἐξείργω, fut. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> -είρξω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>825</span>:—[[shut out from]] a place, [[debar]], ἐξέργειν τινά <span class="bibl">Hdt.3.51</span>, etc.; <b class="b3">ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>20</span>, <span class="bibl">25</span>; <b class="b3">ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>936c</span>; ἀπὸ τοῦ βήματος <span class="bibl">Aeschin.1.32</span>; ἐκ τῶν ἱερῶν <span class="bibl">Lys.6.16</span>; ἐκ τοῦ θεάτρου <span class="bibl">D.21.178</span>; <b class="b3">ἐ. θύραζε</b> [[drive away and shut]] him [[out]] of doors, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>825</span>, cf. <span class="bibl">D.18.169</span>:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων <span class="bibl">Th.2.13</span>; ἐξειργόμενοι δίκης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span> 23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[prevent]], [[preclude]], καιρὸν ἐ. λόγος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1292</span>; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>176</span>; ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν <span class="bibl">D.21.124</span>: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>4.13</span>:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι <span class="bibl">Th.1.118</span>; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>13a31</span>: c. inf., to [[be hindered from]] doing, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[constrain]], [[compel]], τινὰ πληγαῖς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>935c</span>:—Pass., <b class="b3">ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι</b> to [[be constrained]] by necessity to undertake a thing, <span class="bibl">Hdt.7.96</span>: c. inf., <b class="b3">ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι</b> ib.<span class="bibl">139</span>; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος <span class="bibl">Id.9.111</span>; νόμῳ <span class="bibl">Th.3.70</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 12 December 2020
English (LSJ)
Att. ἐξείργω, fut. A -είρξω Ar.Ach.825:—shut out from a place, debar, ἐξέργειν τινά Hdt.3.51, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg.936c; ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16; ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach.825, cf. D.18.169:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13; ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23. 2 prevent, preclude, καιρὸν ἐ. λόγος S.El.1292; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr.176; ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124: abs., ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13:—Pass., πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118; ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat.13a31: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15. 3 constrain, compel, τινὰ πληγαῖς Pl.Lg.935c:—Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib.139; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111; νόμῳ Th.3.70.
German (Pape)
[Seite 877] ion. = ἐξείργω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέργω: Ἀττ. ἐξείργω, ἀποκλείω τινὰ ἔκ τινος, ἐξέργειν κελεύοντος Ἡρόδ. 3. 31, κτλ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς Εὐρ. Ἡρακλ. 20, 25· τῆς ἀγορᾶς Πλάτ. Νόμοι 936C· τοῦ βήματος Αἰσχίν. 5. 15· ἐκ τῶν ἱερῶν Λυσίας, 104. 37· ἐκ τοῦ θεάτρου Δημ. 572. 12· ἐξ. θύραζε, ἀποδιώκειν τινὰ καὶ κλείειν αὐτὸν ἔξω τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 825: - Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων Θουκ. 2. 13· ἐξειργμένοι δίκης Πλουτ. Ρωμ. 23. 2) κωλύω, χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Σοφ. Ἠλ. 1292· τῶν δ’ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Εὐρ. Ἀνδρ. 176· ἐξ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν Δημ. 555. 15· ἀπολ., Ξεν. Οἰκ. 4, 13: - Παθ., πολέμοις ἐξείργεσθαι Θουκ. 1. 118· ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Ἀριστ. Κατηγ. 10, 29· μετ’ ἀπαρ., ἐμποδίζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράξω τι, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 14. 6. 3) βιάζω, ἀναγκάζω, τινα Πλατ. Νόμοι 935C. Παθ., τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι, τούτων τὰ ὀνόματα δὲν μνημονεύω, διότι δὲν εἶμαι ἐξ ἀνάγκης ὑπόχρεως νὰ πράξω τοῦτο χάριν τῆς ἱστορίας μου, Ἡρόδ. 7. 96· μετὰ ἀπαρ., ἐνταῦθα ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι γνώμην ἀποδέξασθαι, ἐνταῦθα κωλύομαι ἐξ ἀνάγκης, κτλ., αὐτόθι 139· ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, ὁ αὐτὸς 9. 111· νόμῳ Θουκ. 3. 70.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐξείργω.
Greek Monolingual
ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) έργω
1. αποκλείω
(«τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.)
2. διώχνω κάποιον, τον κλείνω έξω
(«τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ' ἐξείρξετε;», Αριστοφ.)
3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.)
4. αναγκάζω, υποχρεώνω.
Greek Monotonic
ἐξέργω: Αττ. ἐξ-είργω,
1. κλείνω έξω από ένα μέρος, αποκλείω, αποστερώ κάποιον από κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐξείργειν τινὰ χθονός, σε Ευρ.· ἐκ τοῦ θεάτρου, σε Δημ. — Παθ., ἐξείργεσθαι πάντων, σε Θουκ.
2. αποκλείω, αποστερώ, εμποδίζω, συγκρατώ, αποτρέπω, κωλύω, σε Σοφ., Ευρ.
3. αναγκάζω — Παθ., είμαι αναγκασμένος, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέργω: ион. = ἐξείργω II.
Middle Liddell
attic ἐξ-είργω
1. to shut out from a place, debar, Hdt., etc.; ἐξείργειν τινα χθονός Eur.; ἐκ τοῦ θεάτρου Dem.:—Pass., ἐξείργεσθαι πάντων Thuc.
2. to debar, hinder, prevent, preclude, Soph., Eur.
3. to force:—Pass. to be constrained, Hdt., Thuc.