ἐπιβαρύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epivaryno
|Transliteration C=epivaryno
|Beta Code=e)pibaru/nw
|Beta Code=e)pibaru/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[press heavily on]] the enemy, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>25</span>.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[press heavily on]] the enemy, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>25</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβαρύνω Medium diacritics: ἐπιβαρύνω Low diacritics: επιβαρύνω Capitals: ΕΠΙΒΑΡΥΝΩ
Transliteration A: epibarýnō Transliteration B: epibarynō Transliteration C: epivaryno Beta Code: e)pibaru/nw

English (LSJ)

   A press heavily on the enemy, App.Mith.25.

German (Pape)

[Seite 928] = ἐπιβαρέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰρύνω: ἐπίκειμαι βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.

Greek Monolingual

(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.