ἱππόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippodamos
|Transliteration C=ippodamos
|Beta Code=i(ppo/damos
|Beta Code=i(ppo/damos
|Definition=ον, (δαμάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tamer of horses]], Hom., epith. of heroses, <span class="bibl">Il.2.23</span>, <span class="bibl">Od.3.17</span>; Τρῶες <span class="bibl">Il.4.352</span>, etc.; Γερηνοί <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>15</span>; ἥρωες <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.29</span>:—fem. Ἱππο-δάμεια, as pr. n., <span class="title">Hippodamia</span>, <span class="bibl">Il.2.742</span>, etc.</span>
|Definition=ον, (δαμάω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tamer of horses]], Hom., epith. of heroses, <span class="bibl">Il.2.23</span>, <span class="bibl">Od.3.17</span>; Τρῶες <span class="bibl">Il.4.352</span>, etc.; Γερηνοί <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>15</span>; ἥρωες <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.29</span>:—fem. Ἱππο-δάμεια, as pr. n., <span class="title">Hippodamia</span>, <span class="bibl">Il.2.742</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:50, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόδᾰμος Medium diacritics: ἱππόδαμος Low diacritics: ιππόδαμος Capitals: ΙΠΠΟΔΑΜΟΣ
Transliteration A: hippódamos Transliteration B: hippodamos Transliteration C: ippodamos Beta Code: i(ppo/damos

English (LSJ)

ον, (δαμάω)    A tamer of horses, Hom., epith. of heroses, Il.2.23, Od.3.17; Τρῶες Il.4.352, etc.; Γερηνοί Hes.Fr.15; ἥρωες Pi.N.4.29:—fem. Ἱππο-δάμεια, as pr. n., Hippodamia, Il.2.742, etc.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse bändigend, subst. der Rossebändiger, Reiter, Κάστωρ Il. 3, 237, Ἀτρεύς 2, 23, Νέστωρ Od. 3, 17; Κύκνος Hes. Sc. 346; ἥρωες Pind. N. 4, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόδᾰμος: -ον, (δαμάω) ὁ δαμάζων τοὺς ἵππους, Ὅμ., ἐπίθ. τῶν ἡρώων (πρβλ. ἱππότης), Ἰλ. Β. 23, Ὀδ. Γ. 17· ἐπὶ τῶν Τρώων καθόλου, Ἰλ. Δ. 352, κτλ.· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 31 Göttl., ἐπὶ τῶν Γερηνίων· - θηλ. Ἱπποδάμεια, γυνὴ τοῦ Πειρίθου, κτλ., Ἰλ. Β. 742, κτλ. - Ἐσφαλμένως παρ’ Ἡσυχ. ἱπποδάμοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dompteur de chevaux.
Étymologie: ἵππος, δαμάω.

English (Autenrieth)

(δαμάζω): horse-taming, epith. of the Trojans, and of individual heroes. (Il. and Od. 3.17, 181.)

English (Slater)

ἱππόδᾰμος
   1 horsetaming ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν (N. 4.29) ἱπποδάμων Δαναῶν fr. 183.

Greek Monolingual

ἱππόδαμος, -ον (Α)
1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος
περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας της πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα πολλά χρόνια, επίσης στον Πειραιά, στη Ρόδο, στους Θούριους και αλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. γυιό-δαμος, θειό-δαμος].

Greek Monotonic

ἱππόδᾰμος: -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόδᾰμος: укрощающий коней (Κάστωρ Hom.; Κύκνος Hes.; ἥρωες Pind.).

Middle Liddell

ἱππό-δᾰμος, ον δαμάω
tamer of horses, Hom.