ὁμοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omodiaitos
|Transliteration C=omodiaitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Beta Code=o(modi/aitos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living]] or [[eating with others]], <span class="bibl">D.H.6.52</span>, <span class="bibl">Nic.Dam.4J.</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>5</span>, Gal.6.598 ; τινι <span class="bibl">Ph.2.32</span>, al. ; τῇ νόσῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>5</span> ; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the generality, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living]] or [[eating with others]], <span class="bibl">D.H.6.52</span>, <span class="bibl">Nic.Dam.4J.</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>5</span>, Gal.6.598 ; τινι <span class="bibl">Ph.2.32</span>, al. ; τῇ νόσῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>5</span> ; <b class="b3">ὁ. τοῖς πολλοῖς</b> [[common]] to the generality, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>16</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:45, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδίαιτος Medium diacritics: ὁμοδίαιτος Low diacritics: ομοδίαιτος Capitals: ΟΜΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: homodíaitos Transliteration B: homodiaitos Transliteration C: omodiaitos Beta Code: o(modi/aitos

English (LSJ)

ον,    A living or eating with others, D.H.6.52, Nic.Dam.4J., Luc.Demon.5, Gal.6.598 ; τινι Ph.2.32, al. ; τῇ νόσῳ Luc.Abd.5 ; ὁ. τοῖς πολλοῖς common to the generality, Id.Hist.Conscr.16.

German (Pape)

[Seite 333] mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδίαιτος: -ον, ὁ ζῶν ἢ διαιτώμενος μετ᾿ ἄλλων, Λουκ. Αμμών. βίος 5, κτλ.· ὁμ. τῇ νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποκηρυττ. 5· ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, κοινὰ εἰς τοὺς πολλούς, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le même genre de vie que, τινι ; fig. ὁμοδίαιτος τῇ νόσῳ LUC qui vit avec la maladie, habitué à être malade ; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς LUC expressions habituelles à la foule.
Étymologie: ὁμός, δίαιτα.

Spanish

compañeras de convivencia

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους
νεοελλ.
αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά
αρχ.
φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» — κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αβρο-δίαιτος].

Greek Monotonic

ὁμοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει μαζί με άλλους, σε Λουκ.· ὁμοδίαιτα τοῖςπολλοῖς, κοινά στους πολλούς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοδίαιτος:
1) ведущий такой же образ жизни: ὁ. ἅπασι Luc. живущий так, как все;
2) повседневный, привычный: ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς Luc. общеупотребительные выражения; ὁ. τῇ νόσῳ Luc. свыкшийся с болезнью.

Middle Liddell

ὁμο-δίαιτος, ον, δίαιτα
living with others, Luc.; ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς common to the generality, Luc.