κάτοξυς: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoksys | |Transliteration C=katoksys | ||
|Beta Code=ka/tocus | |Beta Code=ka/tocus | ||
|Definition=εια<b class="b3">, υ</b>, strengthd. for [[ὀξύς]], <span class="sense"> | |Definition=εια<b class="b3">, υ</b>, strengthd. for [[ὀξύς]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very sharp]], [[piercing]], βοή <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>471</span>; of disease, [[acute]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.7</span> (cf. Gal.18(2).254), <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">CA</span>1.10</span>; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως <span class="bibl">Hld.1.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:15, 30 December 2020
English (LSJ)
εια, υ, strengthd. for ὀξύς, A very sharp, piercing, βοή Ar.V.471; of disease, acute, Hp.Aph.1.7 (cf. Gal.18(2).254), Aret.SA1.7, CA1.10; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως Hld.1.26.
German (Pape)
[Seite 1404] εια, υ, sehr spitzig; ἄνευ κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθωμεν Ar. Vesp. 471, schneidend, durchdringend; νόσημα Hippocr., von acuten Krankheiten, stärker als ὀξύς.
French (Bailly abrégé)
εια, υ;
1 très aigu, perçant en parl. d’un bruit;
2 aigu en parl. de maladie;
3 très vif en parl. de désir.
Étymologie: κατά, ὀξύς.
Greek Monolingual
κάτοξυς, -όξεια, -υ (Α)
1. πολύ οξύς
2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ' ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.)
3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» — οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο μέσα σε λίγες μέρες.
Greek Monotonic
κάτοξυς: -εια, -υ, πολύ κοφτερός, εξαιρετικά αιχμηρός, διαπεραστικός, διατρητικός, λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάτοξυς: εια, υ досл. чрезвычайно острый, перен. пронзительный, резкий (βοή Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτ-οξυς -εια -υ scherp (van geluid); geneesk. acuut.