προσοχή: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosochi | |Transliteration C=prosochi | ||
|Beta Code=prosoxh/ | |Beta Code=prosoxh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[attention]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.41</span>, LXX <span class="title">Si.Prol.</span>13, <span class="title">BMus.Inscr.</span>888 (Halic., ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>27.78</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.H.6.85</span>, <span class="bibl">Hierocl. p.25</span> A., <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.6</span>, <span class="bibl">D.Chr.34.27</span>, Plu.2.514e, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 53</span>; π. νόμων <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>6.18</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.474</span>; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι <span class="bibl">Id.2.342</span>; [[diligence]], Ath.Med. ap. Orib.inc.<span class="bibl">21.20</span>; [[care]], Leonid. ap. <span class="bibl">Aët. 15.5</span>, <span class="bibl">Sor.2.86</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[soberness]], Suid. s.v. [[νηφαλισμός]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[putting to land]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>3.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A attention, Chrysipp.Stoic.3.41, LXX Si.Prol.13, BMus.Inscr.888 (Halic., ii B.C.), PTeb.27.78 (ii B.C.), D.H.6.85, Hierocl. p.25 A., Epict.Ench.33.6, D.Chr.34.27, Plu.2.514e, Luc.Hist.Conscr. 53; π. νόμων LXX Wi.6.18, cf. Ph.1.474; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι Id.2.342; diligence, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20; care, Leonid. ap. Aët. 15.5, Sor.2.86. 2 soberness, Suid. s.v. νηφαλισμός. II putting to land, Iamb.VP3.16.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.
Greek (Liddell-Scott)
προσοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, προσοχή, Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. προσόρμισις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de s’appliquer à, attention.
Étymologie: προσέχω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσέχω
1. η προσήλωση του νου σε κάτι («προσοχὴ ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)
2. φροντίδα, επιμέλεια («μετέφερε όλες τις αποσκευές με προσοχή»)
3. πρόνοια, προφύλαξη ή και επαγρύπνηση για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) επικέντρωση ή προσήλωση της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό
2. η κλητ. προσοχή! α) (ως επιφών.) να είσαι προσεκτικός, πρόσεχε!
β) (αθλ. -στρ.) παράγγελμα σε εκτέλεση του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το σώμα τους ακίνητο σε όρθια στάση με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες
αρχ.
η προσέγγιση πλοίου στην ξηρά, προσόρμιση.
Greek Monotonic
προσοχή: ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσοχή: ἡ внимательность, внимание Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσοχή -ῆς, ἡ [προσέχω] aandacht.