νοερός: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοερός]], -ά, -όν, Α και [[νοηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται, που συντελείται στο [[πεδίο]] του νου και όχι τών αισθήσεων, [[υπεραισθητός]] (α. «[[έξαφνα]] νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.<br />β. «νοερὸς [[γάμος]]», Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πνευματική [[σχέση]] με κάποιον, [[πνευματικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[αλληγορικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοερόν</i><br />[[νοημοσύνη]], [[ευφυΐα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νοερὸς [[οἶκος]]» — η [[ψυχή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νοητική [[ικανότητα]], [[νοήμων]], [[λογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανάγεται στον νου, [[νοητικός]] («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον ([[αἷμα]])», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μυαλωμένος]], [[συνετός]], [[νουνεχής]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> <b>φρ.</b> «νοεραὶ [[φύσεις]]» — οι άγγελοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νοερώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νοερῶς)<br />με νοερό τρόπο, [[νοερά]], με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα [[είμαι]] [[πάντα]] [[κοντά]] σου [[νοερά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> / -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στυγ</i>-<i>ερός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:35, 10 January 2021
English (LSJ)
ά, όν, A intellectual, ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.Alc.1.133c (v.l., Comp.); ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν, of the κόσμος, Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; αἰσθητικώτερον καὶ-ώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα] Arist.PA648a3; ν. τόπος Id.Pr. 954a35; πνεῦμα ν. Placit.1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.Al.543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. ἀσύνετος, S.E.M.7.325, cf. Onos. 1.7; epith. of Apollo, AP9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. -ρῶς in the spiritual sense or world, ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.Myst. 1.21, Procl.Inst.139; f.l. for νοερῷ in Herm. ap. Stob.1.49.44.
Greek (Liddell-Scott)
νοερός: -ά, -όν, διανοητικός, ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον αἷμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ ἀσύνετος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui concerne l’intelligence :
1 de l’intelligence, intellectuel;
2 doué d’intelligence, intelligent.
Étymologie: νόος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοερός, -ά, -όν, Α και νοηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)
2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο του νου και όχι τών αισθήσεων, υπεραισθητός (α. «έξαφνα νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.
β. «νοερὸς γάμος», Πρόκλ.)
μσν.
1. αυτός που έχει πνευματική σχέση με κάποιον, πνευματικός
2. (για λόγο) αλληγορικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοερόν
νοημοσύνη, ευφυΐα
4. φρ. «νοερὸς οἶκος» — η ψυχή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νοητική ικανότητα, νοήμων, λογικός
αρχ.
1. αυτός που ανάγεται στον νου, νοητικός («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον (αἷμα)», Αριστοτ.)
2. μυαλωμένος, συνετός, νουνεχής
3. εκκλ. φρ. «νοεραὶ φύσεις» — οι άγγελοι.
επίρρ...
νοερώς και -ά (ΑΜ νοερῶς)
με νοερό τρόπο, νοερά, με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα είμαι πάντα κοντά σου νοερά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ερός / -ηρός (πρβλ. στυγ-ερός, νοσ-ηρός)].
Greek Monotonic
νοερός: -ά, -όν (νόος), διανοητικός, αυτός που ανάγεται στη νοητική λειτουργία του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νοερός:
1) относящийся к разуму, интеллектуальный (λογικός καὶ ν. Plat.);
2) разумный, мудрый (Ἀπόλλων Anth.).
Middle Liddell
νοερός, ή, όν νόος
intellectual, Plat., etc.