σαββατικός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(nl) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σαββατικός | |||
|Medium diacritics=σαββατικός | |||
|Low diacritics=σαββατικός | |||
|Capitals=ΣΑΒΒΑΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=sabbatikós | |||
|Transliteration B=sabbatikos | |||
|Transliteration C=savvatikos | |||
|Beta Code=sabbatiko/s | |||
|Definition=ή, όν, Sabbatical, J. ''AJ'' 14.10.6, ''BJ'' 7.5.1; σ. [[ἡμέρα]] Vett.Val. 26.12; Σ. [[πόθος]] love [[for a Jew]], ''AP'' 5.159 (Mel.). | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0856.png Seite 856]] zum Sabbath gehörig; dah. [[πόθος]], Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden. | ||
Line 9: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, Sabbatical, J. AJ 14.10.6, BJ 7.5.1; σ. ἡμέρα Vett.Val. 26.12; Σ. πόθος love for a Jew, AP 5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 856] zum Sabbath gehörig; dah. πόθος, Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαββατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Σάββατον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος
2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» — κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως
β) «σαββατικός μην» — ο έβδομος μήνας του οποίου η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο και αργία
γ) «σαββατική οδός» — η οδός που επιτρεπόταν να βαδίσουν κατά την ημέρα του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την πόλη
αρχ.
φρ. «σαββατικὸς πόθος» — αγάπη για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.
Russian (Dvoretsky)
σαββᾰτικός: досл. субботний, перен. иудейский Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3.