πολύφημος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfimos
|Transliteration C=polyfimos
|Beta Code=polu/fhmos
|Beta Code=polu/fhmos
|Definition=Dor. [[πολύφαμος]], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[abound]]ing in [[song]]s and [[legend]]s, ἀοιδός <span class="bibl">Od.22.376</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[πολύφατος]], [[θρῆνος]] [[πολύφαμος]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[manyvoiced]], [[wordy]], ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην <span class="bibl">Od.2.150</span>; <b class="b3">ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι</b> to bring it forth to the [[many]]-[[voice]]d, i.e. the [[agora]] (the '[[parliament]]')</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.5.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[much spoken of]], [[famous]], ὁδός <span class="bibl">Parm. 1.2</span>; ὁ πολύφημος καὶ [[πολυώνυμος]] [[σοφός]] <span class="bibl">Ph.1.371</span>.</span>
|Definition=Dor. [[πολύφαμος]], ον, see also: [[Πολύφημος]] <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[abound]]ing in [[song]]s and [[legend]]s, ἀοιδός <span class="bibl">Od.22.376</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[πολύφατος]], [[θρῆνος]] [[πολύφαμος]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[manyvoiced]], [[wordy]], ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην <span class="bibl">Od.2.150</span>; <b class="b3">ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι</b> to bring it forth to the [[many]]-[[voice]]d, i.e. the [[agora]] (the '[[parliament]]')</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.5.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[much spoken of]], [[famous]], ὁδός <span class="bibl">Parm. 1.2</span>; ὁ πολύφημος καὶ [[πολυώνυμος]] [[σοφός]] <span class="bibl">Ph.1.371</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:24, 26 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφημος Medium diacritics: πολύφημος Low diacritics: πολύφημος Capitals: ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Transliteration A: polýphēmos Transliteration B: polyphēmos Transliteration C: polyfimos Beta Code: polu/fhmos

English (LSJ)

Dor. πολύφαμος, ον, see also: Πολύφημος A abounding in songs and legends, ἀοιδός Od.22.376. 2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64. II manyvoiced, wordy, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79. III much spoken of, famous, ὁδός Parm. 1.2; ὁ πολύφημος καὶ πολυώνυμος σοφός Ph.1.371.

German (Pape)

[Seite 676] viel redend; ἀοιδός, der Sänger, der viel Sagen kennt, liederreich, Od. 22, 376; auch viel schreiend, vom Frosch, Batrach.; – ἀγορή, Od. 2, 150, wo viel geredet wird, der von vielen Stimmen ertönende, laute Markt, vgl. Or. bei Her. 5, 79; ὁδός, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 2); ἑορτά, Alcm. bei Ath. XI, 499 a. – Auch wovon viel geredet, gesprochen wird, viel berufen, berühmt od. berüchtigt. – Vgl. das dor. πολύφαμος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), πολύφημος ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· ὡσαύτως, θρῆνος Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. πολύφατος. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, θορυβώδης, πολυλόγος, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περίφημος, ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l’on échange beaucoup de discours;
2 qui parle beaucoup, abondant en récits.
Étymologie: πολύς, φήμη.

English (Autenrieth)

(φήμη): of many songs; ἀοιδός, Od. 22.376; of many voices, buzzing; ἀγορή, Od. 2.150.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφημος, -ον, ΝΑ, δωρ. τ. πολύφαμος, -ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιώνυμοςπολύφημος και πολυώνυμος σοφός», Φίλ.)
2. ως κύριο όν. Πολύφημος
μυθ. i) περιώνυμος Κύκλωπας της Οδύσσειας, γιος του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο οποίος κατά την ομηρική διήγηση κατοικούσε σε σπήλαιο βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες
ii) (στη Λάρισα της Θεσσαλίας) ήρωας ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη τών Λαπιθών κατά τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία
αρχ.
1. αυτός που γνωρίζει πολλά άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και πολύφημος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος από φωνές, θορυβώδης («ἀγορὴν πολύφημον», Ομ. Οδ.)
3. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύφημον
η εκκλησία του δήμου, η αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος].

Greek Monotonic

πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη),
I. άφθονος σε ύμνους και μύθους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
II. αυτός που αποτελείται από πολλές φωνές, πολυλόγος, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, φέρνω κάτι μπροστά σε πολύβοο μέρος, δηλ. στην αγορά, βουλευτήριο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφημος: дор. πολύφᾱμος 2
1) многоговорящий, многоречивый, оглашаемый речами (ἀγορή Hom.);
2) речистый, красноречивый (ἀοιδός Hom.);
3) (о словах) длинный, долгий (θρῆνος Pind.);
4) прославленный, славный (ὁδός Xenophanes ap. Sext.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφημος -ον, Dor. πολυφᾱμος [πολύς, φήμη] met veel stemmen die over veel kan zingen:. πολύφημος ἀοιδός de zanger met groot repertoire Od. 22.376. waar veel gesproken wordt:. ὅτε δὴ... ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην toen de twee dan de drukke vergadering bereikten Od. 2.150; ἐπεὶ μ ’ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον toen ze mij op de weg van veel verhalen hadden gezet Parm. B 1.2.

Middle Liddell

πολύ-φημος, δοριξ πολύ-φᾱμος, ον, φήμη
I. abounding in songs and legends, Od., Pind.
II. many-voiced, wordy, Od.; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i. e. the agora (the "parliament"), Orac. ap. Hdt.