νηφάλιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifalios
|Transliteration C=nifalios
|Beta Code=nhfa/lios
|Beta Code=nhfa/lios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.11</span>, Plu. 2.657c: ([[νήφω]]):—of [[drink]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed with wine]], [[νηφάλια μειλίγματα]] = [[wineless libations]], [[sober appeasements]] [[offerings of water, milk, and honey]] to the [[Eumenides]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>107</span>; to the Muses and Nymphs, κρατὴρ νηφάλιος Plu.2.156d; [[νηφάλιαι εὐχωλαί]], [[νηφάλιαι θυσίαι]], <span class="bibl">A.R.4.712</span>, <span class="bibl">Polem.Hist.42</span>; νηφάλιοι βωμοί <span class="title">IG</span>2.1651 (iv B.C.); νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b; [[τῷ Διονύσῳ πολλάκις νηφάλια θύομεν]] ib. 132e (prov. of a [[frugal]] [[meal]]); ν. σπείσω Κύπριδι <span class="title">AP</span>5.225 (Paul. Sil.); [[νηφάλια ξύλα]] = [[wood]] other than vine [[twig]]s, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb [[θύμος]], <span class="bibl">Philoch.31</span>, <span class="bibl">Crates Hist.5</span>; [[νηφάλιον πόπανον]] = [[pie with no wine in]] it, <span class="title">IG</span>3.77.18. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sober]], ν. μέθη <span class="bibl">Ph.1.16</span>, <span class="bibl">2.447</span>; βαθὺ ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον Plu.2.504a; of persons, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.2</span>,''ΙΙ'', <span class="bibl"><span class="title">Ep.Tit.</span>2.2</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.12.2</span>. Adv. [[νηφαλίως]], ν. ἔχειν <span class="bibl">Poll.6.26</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.11</span>, Plu. 2.657c: ([[νήφω]]):—of [[drink]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmixed with wine]], [[νηφάλια μειλίγματα]] = [[wineless libations]], [[sober appeasements]] [[offerings of water, milk, and honey]] to the [[Eumenides]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>107</span>; to the Muses and Nymphs, κρατὴρ νηφάλιος Plu.2.156d; [[νηφάλιαι εὐχωλαί]], [[νηφάλιαι θυσίαι]], <span class="bibl">A.R.4.712</span>, <span class="bibl">Polem.Hist.42</span>; νηφάλιοι βωμοί <span class="title">IG</span>2.1651 (iv B.C.); νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b; [[τῷ Διονύσῳ πολλάκις νηφάλια θύομεν]] ib. 132e ([[proverb|prov.]] of a [[frugal]] [[meal]]); ν. σπείσω Κύπριδι <span class="title">AP</span>5.225 (Paul. Sil.); [[νηφάλια ξύλα]] = [[wood]] other than vine [[twig]]s, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb [[θύμος]], <span class="bibl">Philoch.31</span>, <span class="bibl">Crates Hist.5</span>; [[νηφάλιον πόπανον]] = [[pie with no wine in]] it, <span class="title">IG</span>3.77.18. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sober]], ν. μέθη <span class="bibl">Ph.1.16</span>, <span class="bibl">2.447</span>; βαθὺ ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον Plu.2.504a; of persons, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>3.2</span>,''ΙΙ'', <span class="bibl"><span class="title">Ep.Tit.</span>2.2</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.12.2</span>. Adv. [[νηφαλίως]], ν. ἔχειν <span class="bibl">Poll.6.26</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:10, 13 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηφᾰλιος Medium diacritics: νηφάλιος Low diacritics: νηφάλιος Capitals: ΝΗΦΑΛΙΟΣ
Transliteration A: nēphálios Transliteration B: nēphalios Transliteration C: nifalios Beta Code: nhfa/lios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον 1 Ep.Ti.3.11, Plu. 2.657c: (νήφω):—of drink, A unmixed with wine, νηφάλια μειλίγματα = wineless libations, sober appeasements offerings of water, milk, and honey to the Eumenides, A.Eu.107; to the Muses and Nymphs, κρατὴρ νηφάλιος Plu.2.156d; νηφάλιαι εὐχωλαί, νηφάλιαι θυσίαι, A.R.4.712, Polem.Hist.42; νηφάλιοι βωμοί IG2.1651 (iv B.C.); νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b; τῷ Διονύσῳ πολλάκις νηφάλια θύομεν ib. 132e (prov. of a frugal meal); ν. σπείσω Κύπριδι AP5.225 (Paul. Sil.); νηφάλια ξύλα = wood other than vine twigs, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb θύμος, Philoch.31, Crates Hist.5; νηφάλιον πόπανον = pie with no wine in it, IG3.77.18. II sober, ν. μέθη Ph.1.16, 2.447; βαθὺ ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον Plu.2.504a; of persons, 1 Ep.Ti.3.2,ΙΙ, Ep.Tit.2.2, J.AJ13.12.2. Adv. νηφαλίως, ν. ἔχειν Poll.6.26.

Greek (Liddell-Scott)

νηφάλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλούτ. 2. 659C (νήφω). - ἐπὶ ποτοῦ, τὸ μὴ μεμιγμένον μετ’ οἴνου, νηφ. μειλίγματα, τὰ προσφερόμενα εἰς τὰς Εὐμενίδας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107· ἅτινα συνίσταντο ἐξ ὕδατος, μέλιτος καὶ γάλακτος, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 100, 481· ὡσαύτως προσφέροντο καὶ εἰς τὰς Μούσας καὶ τὰς Νύμφας, κρατὴρ νηφάλιος, νηφάλιαι θυσίαι, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Ε· νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν αὐτόθι 464C, πρβλ. 672Β· ν. σπένδειν Κύπριδι Ἀνθ. Π. 5. 226· ν. ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο κατὰ τὰς τοιαύτας θυσίας, οἷον κλῶνες θύμου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 99· πρβλ. ὀξυθύμια· - νηφάλια θύειν τῷ Διονύσῳ, παροιμία ἐπὶ λιτοῦ γεύματος, Πλούτ. 2. 132Ε· ν. πόπανον, τὸ ζυμωθὲν ἄνευ οἴνου, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐγκρατής, οὐχὶ μέθυσος, Πλούτ. 2. 504Α, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 2 καὶ 11, πρ. Τίτ. β΄, 2. - Ἐπίρρ. νηφαλίως, νηφαλίως ἔχειν, νήφειν, Πολύδ. ϛʹ, 26. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηφάλιοι· νήφοντες, μὴ πεπωκότες. ἢ θύματα καὶ βωμοί, ἐφ’ ὧν οἶνος οὐ σπένδεται. ἢ σοφοί».

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
sobre :
I. au propre;
1 qui ne boit pas de vin;
2 en parl. de choses sans vin ; particul. qui se compose seulement d’eau, de lait ou de miel (libation);
II. fig. tempérant, sage, prudent.
Étymologie: νήφω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νηφάλιος, -ία, -ον, θηλ και -ος)
1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος
2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός
αρχ.
1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί
2. φρ. «νηφάλια μειλίγματα» — θυσίες που προσφέρονταν στις Ευμενίδες και οι οποίες περιείχαν μέλι, γάλα και νερό
β) «νηφάλιος κρατήρ» — κρατήρας που περιείχε υγρό το οποίο δεν ήταν αναμεμιγμένο με κρασί και χρησιμοποιούνταν σε θυσίες στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
γ) «νηφάλιοι εὐωχίαι» ή «νηφάλιαι θυσίαι» — σπονδές στις οποίες δεν χύνονταν κρασί
δ) «νηφάλιοι βωμοί» — βωμοί στους οποίους γίνονταν οι νηφάλιες, χωρίς κρασί, θυσίες
ε) «νηφάλια θύειν» ή «νηφάλια σπένδειν» — η προσφορά νηφάλιων, χωρίς κρασί θυσιών
στ) «νηφάλια ξύλα» — ξύλα που χρησιμοποιούνταν στις νηφάλιες θυσίες
ζ) «νηφάλιον πόπανον» — είδος πίτας στρογγυλού σχήματος που προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών και η οποία δεν είχε ζυμωθεί με κρασί.
επίρρ...
νηφάλια και -ίως (Α νηφαλίως)
με νηφάλιο τρόπο, με καθαρό μυαλό με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- του νήφω «απέχω από το κρασί, έχω πνευματική διαύγεια» + επίθημα -άλιος (πρβλ. φυτ-άλιος)].

Greek Monotonic

νηφάλιος: [ᾰ], -α, -ον (νήφω
I. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί με κρασί, που δεν περιέχει κρασί· νηφάλια μειλίγματα, προσφορές στις Ευμενίδες, αποτελούμενες από νερό, γάλα και μέλι, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσ., συνετός, εγκρατής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

νηφάλιος: 3, редко 2 (ᾰ)
1) не содержащий вина (μειλίγματα Aesch.; κρατήρ Plut.);
2) трезвый, непьющий (πρεσβύτης NT);
3) трезвый, сдержанный (σιγή Plut.).

Middle Liddell

νηφᾰ́λιος, η, ον νήφω
I. unmixed with wine, wineless, νηφ. μειλίγματα the offerings to the Eumenides, composed of water, milk, and honey, Aesch.
II. of persons, sober, NTest.

Chinese

原文音譯:nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:(反)飲
字義溯源:清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自(νήφω)*=禁戒酒)
出現次數:總共(3);提前(2);多(1)
譯字彙編
1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;
2) 節制(1) 多2:2