κεραμεία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerameia | |Transliteration C=kerameia | ||
|Beta Code=keramei/a | |Beta Code=keramei/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the potter's craft]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>324e</span>: prov., <b class="b3">ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν</b>, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>514e</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">La.</span>187b</span>, Dicaearch. Hist.<span class="bibl">51</span>; <b class="b3">τῆς αὐτῆς κ</b>., of the same [[make]], Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.11.482b</span>.</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the potter's craft]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>324e</span>: [[proverb|prov.]], <b class="b3">ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν</b>, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>514e</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">La.</span>187b</span>, Dicaearch. Hist.<span class="bibl">51</span>; <b class="b3">τῆς αὐτῆς κ</b>., of the same [[make]], Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.11.482b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:10, 13 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A the potter's craft, Pl.Prt.324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.
German (Pape)
[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art du potier.
Étymologie: κεραμεύς.
Greek Monolingual
κεραμεία, ἡ (Α) κεραμεύς
1. η τέχνη του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ τεκτονική, οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία», Πλάτ.)
2. παροιμ. «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῑν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την τέχνη της κεραμευτικής και αρχίζει από την κατασκευή πιθαριών
λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα πριν μάθουν τα στοιχειώδη.
Greek Monotonic
κερᾰμεία: ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεία -ας, ἡ [κεραμεύς] pottenbakkerskunst, spreekw.: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν de pottenbakkerskunst leren aan de hand van de grote aarden pot (niet gehinderd worden door enige kennis) Plat. Grg. 514c.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμεία: ἡ гончарное ремесло: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν погов. Plat. изучать гончарное искусство на самых крупных сосудах, т. е. начинать со слишком трудного, не с того конца.
Middle Liddell
κερᾰμεία, ἡ, κεραμεύς
the potter's art or craft, Plat.