συμπληρωτικός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῡντα | |mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῡντα τοῦ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπληρωτικός:''' выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.). | |elrutext='''συμπληρωτικός:''' выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 25 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A able to complete, forming an essential part of, ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15. 2 causing congestion, τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.
German (Pape)
[Seite 988] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληρωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν ἐπιτήδειος, τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à remplir, achever ou compléter.
Étymologie: συμπληρόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπληρῶ
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῡντα τοῦ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.
Russian (Dvoretsky)
συμπληρωτικός: выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).