επαγγελία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δήλωση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>4.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>5.</b> η διαφημιζόμενη [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου<br /><b>6.</b> [[δημόσια]] [[εξάσκηση]] επαγγέλματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[αναζήτηση]]<br /><b>8.</b> (αττ. δίκ.) [[επαγγελία]] (ενν. <i>δοκιμασίας</i>)<br />[[κλήση]] ρήτορα σε [[απολογία]], [[γιατί]] δημηγόρησε [[δημόσια]], [[χωρίς]] να έχει [[δικαίωμα]]<br /><b>9.</b> (γενικά) [[κλήση]].
|mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δήλωση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>4.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>5.</b> η διαφημιζόμενη [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου<br /><b>6.</b> [[δημόσια]] [[εξάσκηση]] επαγγέλματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[αναζήτηση]]<br /><b>8.</b> (αττ. δίκ.) [[επαγγελία]] (ενν. <i>δοκιμασίας</i>)<br />[[κλήση]] ρήτορα σε [[απολογία]], [[γιατί]] δημηγόρησε [[δημόσια]], [[χωρίς]] να έχει [[δικαίωμα]]<br /><b>9.</b> (γενικά) [[κλήση]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῖν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.