κτήμα: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χτήμα]], το (AM [[κτῆμα]]) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει [[κάποιος]], αυτό που ανήκει στην [[κυριότητα]] κάποιου (α. «αυτό το [[βιβλίο]] δεν [[είναι]] [[κτήμα]] σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ [[ἀέκητι]] δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ιδιόκτητη αγροτική [[έκταση]], [[αγρόκτημα]] (α. «έχω [[τρία]] σκυλιά στο [[κτήμα]]» β. «πειρῶ τὸν | |mltxt=και [[χτήμα]], το (AM [[κτῆμα]]) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει [[κάποιος]], αυτό που ανήκει στην [[κυριότητα]] κάποιου (α. «αυτό το [[βιβλίο]] δεν [[είναι]] [[κτήμα]] σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ [[ἀέκητι]] δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ιδιόκτητη αγροτική [[έκταση]], [[αγρόκτημα]] (α. «έχω [[τρία]] σκυλιά στο [[κτήμα]]» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κτήματα</i><br />τα ζώα, [[ιδίως]] τα υποζύγια («βοῡς και [[τάλλα]] κτήματα [[είναι]] [[πάντα]] του βελτίονός τε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κτῆμα]] ἐς ἀεί» — αναφαίρετο [[απόκτημα]], αιώνιο [[κτήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ακίνητη [[ιδιοκτησία]] που έχει [[αυτοτέλεια]], όπως [[αγρός]], [[οικόπεδο]] ή [[οικοδομή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> [[περιουσία]], [[πλούτος]] («[[ἔρως]] ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κωμόπολη]], [[χωριό]] («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος [[ὅπου]] ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>3.</b> τα υλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[απόκτημα]]<br /><b>2.</b> πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αγρός]]) η ακίνητη [[περιουσία]] («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῑς καὶ κτήμασι», Ισαί.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κτήματα και χρήματα» — [[περιουσία]] σε υποστατικά και χρήματα, <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
και χτήμα, το (AM κτῆμα) κτώμαι
1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)
2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)
3. στον πληθ. τα κτήματα
τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῡς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)
4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμα
νεοελλ.
1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή
2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες
μσν.-αρχ.
1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτος («ἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)
2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)
3. τα υλικά
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. κάθε απόκτημα
2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», Ομ. Ιλ.)
3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῑς καὶ κτήμασι», Ισαί.)
4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).