φύραμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (*dought was misspelled)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyrama
|Transliteration C=fyrama
|Beta Code=fu/rama
|Beta Code=fu/rama
|Definition=[ῡ], ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is mixed]] or [[kneaded]], [[dough]], <span class="bibl">Mnesim.4.11</span> (anap.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>929a25</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>8.3</span> (<span class="bibl">7.28</span>), <span class="bibl">12.34</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>9.21</span>, al.; in brewing, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>401.27</span> (i A. D.); generally, [[paste]], κονίας καὶ βολβίτου φ. <span class="title">Gp.</span>15.2.8; καλάμου Dsc.1.55; opp. [[θραῦσμα]], Id.3.84: metaph., of the human frame as [[a mixture]], [[compound]], <span class="bibl">Ph.1.184</span>, <span class="bibl">M.Ant.7.68</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[mixture]], σύμμιγμα καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a, etc.: in pl., [[cements]], ib.811c.</span>
|Definition=[ῡ], ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> that which is [[mix]]ed or [[knead]]ed, [[dough]], <span class="bibl">Mnesim.4.11</span> (anap.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>929a25</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>8.3</span> (<span class="bibl">7.28</span>), <span class="bibl">12.34</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>9.21</span>, al.; in brewing, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>401.27</span> (i A. D.); generally, [[paste]], [[κονία]]ς καὶ βολβίτου φ. <span class="title">Gp.</span>15.2.8; καλάμου Dsc.1.55; opp. [[θραῦσμα]], Id.3.84: metaph., of the [[human]] [[frame]] as a [[mixture]], [[compound]], <span class="bibl">Ph.1.184</span>, <span class="bibl">M.Ant.7.68</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[mixture]], [[σύμμιγμα]] καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a, etc.: in pl., [[cements]], ib.811c.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 22 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύρᾱμα Medium diacritics: φύραμα Low diacritics: φύραμα Capitals: ΦΥΡΑΜΑ
Transliteration A: phýrama Transliteration B: phyrama Transliteration C: fyrama Beta Code: fu/rama

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, A that which is mixed or kneaded, dough, Mnesim.4.11 (anap.), Arist.Pr.929a25, LXXEx.8.3 (7.28), 12.34, al., Ep.Gal.5.9, Ep.Rom.9.21, al.; in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.); generally, paste, κονίας καὶ βολβίτου φ. Gp.15.2.8; καλάμου Dsc.1.55; opp. θραῦσμα, Id.3.84: metaph., of the human frame as a mixture, compound, Ph.1.184, M.Ant.7.68. 2 generally, mixture, σύμμιγμα καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a, etc.: in pl., cements, ib.811c.

German (Pape)

[Seite 1316] τό, das Gemischte, Geknetete, der Mehlteig, Gerstenteig, auch ein eigenes Gebäck, Mnesim. bei Ath. IX, 402 (v. 11) neben ἄρτοι.

Greek (Liddell-Scott)

φύρᾱμα: τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον ἄλευρον, κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) καθόλου, μῖγμα, ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, αὐτόθι 811C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
masse délayée ou pétrie ; particul. :
1 au pl. τὰ φυράματα ciment;
2 mélange d’air et de feu.
Étymologie: φυράω.

English (Strong)

from a prolonged form of phuro (to mix a liquid with a solid; perhaps akin to φύω through the idea of swelling in bulk), mean to knead; a mass of dough: lump.

English (Thayer)

φυράματος, τό (φυράω to mix), any substance mixed with water and kneaded; a mass, lump: of dough (Aristotle, probl. 21,18, p. 929{a}, 25; Plutarch, quaest. conv. 6,7, 2,15, p. 693e.), ζύμη); Plutarch, praec. ger. reip. 15,4, p. 811c.), Buttmann, § 140,3Rem.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φυρῶ
1. ζυμάρι, αλεύρι ανακατεμένο με νερό και ζυμωμένο
2. οτιδήποτε μπορεί να αναμιχθεί με νερό και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο αγγειοπλάστης
νεοελλ.
1. (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία του ενζύμου
2. είδος πτηνοτροφής από διάφορα υλικά
3. φρ. «είναι του ίδιου [ή του αυτού] φυράματος» — έχουν τον ίδιο κακό χαρακτήρα ή την ίδια κακή διαγωγή
μσν.-αρχ.
1. μτφ. η ανθρώπινη φύση (α. «Χριστοῦ τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν μέχρι τοῦ ἡμετέρου φυράματος», Γρηγ. Ναζ.
β. «ἐκκαθάρετε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην ἵνα ἦτε νέον φύραμα», ΚΔ)
2. ανάμικτο πλήθος ανθρώπων, όχλος
αρχ.
αλοιφή ή έμπλαστρο («φυράμασί τε καταπλαττόμεναι ψύχουσι μὲν τὸν χρῶτα», Κλήμ. Αλ.).

Greek Monotonic

φύρᾱμα: [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, ζυμάρι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φύρᾱμα: ατος (ῡ) τό
1) тесто Arst.: μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φ. ζυμοῖ погов. NT малая закваска квасит все тесто;
2) смесь (ἀέρος καὶ πυρός Plut.);
3) pl. замазка, известка или цемент (φυράματα καὶ λίθοι Plut.).

Middle Liddell

φύρᾱμα, ατος, τό,
that which is mixed and kneaded, dough, NTest. [from φῡράω]

Chinese

原文音譯:fÚrama 廢拉馬
詞類次數:名詞(5)
原文字根:揉 (麵團) 相當於: (בָּצֵק‎)
字義溯源:揉麵團,黏土團,全團,團;源自(φύραμα)Y*=調混),或出自(φύω)=噴出*,發芽,生長)
出現次數:總共(5);羅(2);林前(2);加(1)
譯字彙編
1) 團(4) 羅9:21; 林前5:6; 林前5:7; 加5:9;
2) 全團(1) 羅11:16