πολυγηθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[γηθέω]]): [[much]]-[[rejoicing]], ‘[[ever]] [[gay]],’ epith. of the Horae, conceived as [[never]] ceasing [[from]] the [[choral]] [[dance]], Il. 21.450†.
|auten=ές ([[γηθέω]]): [[much]]-[[rejoicing]], ‘[[ever]] [[gay]],’ [[epithet]] of the Horae, conceived as [[never]] ceasing [[from]] the [[choral]] [[dance]], Il. 21.450†.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:30, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγηθής Medium diacritics: πολυγηθής Low diacritics: πολυγηθής Capitals: ΠΟΛΥΓΗΘΗΣ
Transliteration A: polygēthḗs Transliteration B: polygēthēs Transliteration C: polygithis Beta Code: polughqh/s

English (LSJ)

Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) A much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.

German (Pape)

[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.

English (Autenrieth)

ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.

Greek Monolingual

-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].

Greek Monotonic

πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.

Middle Liddell

πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.