φοξός: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φοξός]], ή, όν<br />[[pointed]], | |mdlsjtxt=[[φοξός]], ή, όν<br />[[pointed]], [[epithet]] of [[Thersites]], φοξὸς κεφαλήν peaked in [[head]], having a sugar-[[loaf]] [[head]], Il. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φοξός''': {phoksós}<br />'''Meaning''': [[spitz]], [[zugespitzt]] (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., ''AP'' u.a.)<br />'''Derivative''': mit [[φοξότης]] f. [[spitzige Form]] (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an [[φύξις]], φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); [[φοξίχειλος]] ([[κύλιξ]]) [[mit zugespitztem Rand]], d.h. [[sich nach oben verengend]] (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[λοξός]], [[καμψός]] usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu [[φάγρος]] [[Wetzstein]] gezogen. Pelasgische Etymologie (zu [[πεύκη]] usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.<br />'''Page''' 2,1036 | |ftr='''φοξός''': {phoksós}<br />'''Meaning''': [[spitz]], [[zugespitzt]] (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., ''AP'' u.a.)<br />'''Derivative''': mit [[φοξότης]] f. [[spitzige Form]] (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an [[φύξις]], φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); [[φοξίχειλος]] ([[κύλιξ]]) [[mit zugespitztem Rand]], d.h. [[sich nach oben verengend]] (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[λοξός]], [[καμψός]] usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu [[φάγρος]] [[Wetzstein]] gezogen. Pelasgische Etymologie (zu [[πεύκη]] usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.<br />'''Page''' 2,1036 | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 23 May 2021
English (LSJ)
ή, όν, A pointed, φοξὸς ἔην κεφαλήν he was peaked in the head, had a sugar-loaf head, Il.2.219, cf. Hp.Epid.6.1.2, Arist. Phgn.812a8, AP10.8 (Arch.), Sor.1.102, Gal.UP9.17; [κύλικες] φοξαὶ τὸ χεῖλος (cf. foreg.) Ath.11.480d.
German (Pape)
[Seite 1298] spitz, spitzig, zugespitzt, Il. 2, 219, wo es von Thersites heißt φοξὸς ἔην κεφαλήν, er war spitzköpfig. Nach den Schol. (vgl. auch Ath. XI, 480 c) εἴρηται ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων, und φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυριῤῥαγῆ ὄστρακα, worin die Ableitung von ὀξύς richtig ist, die Erkl. des φ aber falsch, welches wahrscheinlich nur die Aspiration vertritt (vgl. φολκός); Buttm. Lexil. I p. 244 leitet es, weil ὀξύς keine Spur des Digamma zeigt, von φώγω her, welches eigtl. einen Fehler eines irdenen Gefäßes bezeichne, das dem Feuer zu sehr ausgesetzt gewesen ist und sich geworfen hat, statt rund, etwas spitz geworden ist.
Greek (Liddell-Scott)
φοξός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, ὀξυκέφαλος, ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε ὀξυκέφαλος, σχινοκέφαλος. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει ἀμφίβολος. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ ὀξύς· ἀλλὰ καὶ ἡ δόξα αὐτοῦ ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ φώγω, ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ σημεῖον, εἶναι βεβιασμένη.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aigu : τὴν κεφαλήν IL qui a la tête pointue.
Étymologie: DELG orig. inconnue.
English (Autenrieth)
sharp-pointed, of a head low in front, sharp behind, a sugar-loaf head, Il. 2.219†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα -σός της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη» δεν θεωρείται πιθανή. Προβλήματα έχει γεννήσει, εξάλλου, και η σημ. του επιθ. λόγω του ότι, εκτός από την κύρια σημ. «μυτερός, σουβλερός», το επίθ. αναφέρεται σε σχόλιο του στίχου Β 219 της Ιλιάδας με το ερμήνευμα φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυρορραγῆ ὄστρακα, φλοξά τινα ὄντα. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι ο τ. φοξός στο χωρίο αυτό πρέπει να διορθωθεί σε φωξός (< φώγω «ψήνω, ξεροψήνω»)].
Greek Monotonic
φοξός: -ή, -όν, αιχμηρός, επίθ. του Θερσίτη, φοξὸς κεφαλήν, με μυτερό κεφάλι, αυτός που έχει κεφάλι σαν κώνο ζάχαρης, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φοξός: заостренный, острый: φ. τὴν κεφαλήν Hom. с заостренной формой головы, с клиновидной головой.
Middle Liddell
φοξός, ή, όν
pointed, epithet of Thersites, φοξὸς κεφαλήν peaked in head, having a sugar-loaf head, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
φοξός: {phoksós}
Meaning: spitz, zugespitzt (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., AP u.a.)
Derivative: mit φοξότης f. spitzige Form (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an φύξις, φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); φοξίχειλος (κύλιξ) mit zugespitztem Rand, d.h. sich nach oben verengend (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).
Etymology : Bildung wie λοξός, καμψός usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu φάγρος Wetzstein gezogen. Pelasgische Etymologie (zu πεύκη usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.
Page 2,1036