εὐκλεής: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, acc.sg. Εὐκλεέα, contr. A εὐκλεᾶ Pi.P.12.24 (-έα codd.), shortened εὐκλέᾰ Id.N.6.29, S.OT161 (lyr., s. v.l.), disyll., B.5.196; dat. Εὐκλεέϊ, shortened εὐκλέῐ Pi.N.2.24: acc. pl. Εὐκλεέας, contr. ἐϋκλεῖας Il.10.281, Od.21.331, shortened εὐκλέᾰς Id.O.2.90, Simon. 95.1; later poet. εὐκλειής Epigr.Gr.946 (Tralles), ἐϋκλειής A.R.1.73; gen. εὐκλειοῦς Arch.Pap.1.220 (ii B.C.): (κλέος):—of good report, famous, freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι Il.17.415; ὀϊστοί Pi.O.2.90, cf. N.6.29, etc.; εὐκλέα γλῶσσαν a song that tells of his glory, B. l.c.; γόος εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις A.Ch. 321 (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος -έστερος Id.Fr.90; -έστατος βίος E.Alc.623, etc.: in Prose, of persons, X. Vect.6.1 (Comp.), HG7.2.20 (Sup.), Pl.Mx.247d; δόξα εὐ. Id.Smp. 208d; later πόσῳ εὐκλέεστερον…; c. inf., Muson.Fr.19p.109H.; εὐ. θάνατος Ph.2.574 (Sup.). Adv. -εῶς, Ep. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Il.22.110, cf. AP6.332.8 (Hadr.); εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν, A.Pers.328, Ag.1304: Sup. εὐκλεέστατα X.Eq.Mag.1.1. II Εὐκλῆς, Orphic title of Hades, IG14.641 (Thurii).
German (Pape)
[Seite 1074] ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns, Il. 17, 415; über die Formen ἐϋκλεῖας, 10, 281 Od. 21, 331, εὐκληεῖς, Il. 12, 318, vgl. Spitzner Exc. XXII zur Il. Oft bei Pind., von Personen u. Sachen, εὐκλέα νᾶσον N. 5, 15, εὐκλεῖα οὖρον 6, 30, ἔργα, ὀϊστοί, I. 3, 7 Ol. 2, 99; Tragg., θρόνον εὐκλέᾰ (für εὐκλεᾶ) θάσσει Soph. O. R. 161; εἰκλεέστατον βίον Eur. Alc. 623; ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς Plat. Menex. 247 d; δόξης εὐκλεοῦς Conv. 208 d; sonst nicht häufig in Prosa. – Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll, κατθανεῖν Aesch. Ag. 1276; Pers. 320; Eur. öfter; τελευτῆσαι Xen. An. 6, 3, 17; Sp. – Ep. ἐϋκλειῶς, Il. 22, 110; Adrian. ep. 1 (VI, 332).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκλεής: -ές, παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 73, κλ. ἐϋκλειής, ἴδε κατωτ.: οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται συντετμημένους τύπους πτώσεών τινων, δοτ. εὐκλέϊ ἀντὶ εὐκλεέϊ ἢ -εεῖ, Πινδ. Ν. 2. 39· αἰτ. τοῦ ἑνικ. εὐκλέα ἀντὶ εὐκλεέα ἢ -εᾰ, Πίνδ., Σοφ. Ο. Τ. 161, Βακχυλ. κλ.· αἰτ. τοῦ πληθ. εὐκλέας ἀντὶ εὐκλεέας ἢ -εῖς, Σιμωνίδ. 31. 1, Πινδ. Ο. 2. 163: - ὡσαύτως ἔχομεν τοὺς ἐκτεταμένους ποιητ. τύπους εὐκλειὴς Συλλ. Ἐπιγρ. 2936. αἰτ. εὐκλεῖα Πινδ. Ν. 6. 50· πληθ. ἐϋκλεῖας Ἰλ. Κ. 281, Ὀδ. Φ. 331: πρβλ. ἀγακλέης, (κλέος). Ἔχων καλὸν κλέος, περίφημος, ἔνδοξος, Ὅμ., κλ.· οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς Ἰλ. Ρ. 415· γόος... εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις, πρὸς δόξαν τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 321· βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 86· εὐκλεέστατος βίος Εὐρ. Ἄλκ. 633, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Ἰλ. Χ. 110, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 332· εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 328, Ἀγ. 1304· Ὑπερθ., εὐκλεέστατα Ξεν. Ἱπαρχικ. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋκλεής;
ής, ές ; gén. εὐκλεέος-εοῦς;
illustre, glorieux;
Cp. εὐκλεέστερος, Sp. εὐκλεέστατος.
Étymologie: εὖ, κλέος.
English (Autenrieth)
ές, εὐκλειής (κλέος), acc. pl. εὐκλεῖας: glorious, renowned, Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., εὐκλεῶς, εὐκλειῶς, gloriously, Il. 22.110.
English (Slater)
εὐκλεής (εὐκλέϊ, -έ(α), -εᾶ coni.: -έων, -έας.)
1 glorious εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οἶς αἰδοία ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) (O. 10.85) πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) “δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.56) ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: -εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) (P. 12.24) τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 2.24) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: -εεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 3.68) πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.29) νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.23) ε]ὐκλέα χάριν (Pae. 2.103) πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐκλεής, -ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής)
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ.
β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — τραγούδι που υμνεί τη δόξα κάποιου, Βακχυλ.).
επίρρ...
ευκλεώς (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)
ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσ-κλεής, μεγα-κλεής].
Greek Monotonic
εὐκλεής: Επικ. ἐϋ-κλ-, -ές· ποιητ. αιτ. ενικ. εὐκλέα, αντί εὐκλεέα ή -εᾱ, πληθ. εὐκλέας αντί εὐκλεέας ή -εεῖς, Επικ. επίσης ἐϋκλεῖας (κλέος)· αυτός που έχει καλή φήμη, περίφημος, ένδοξος, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐκλεέστατος βίος, σε Ευρ.· επίρρ. -εῶς, Επικ. -ειῶς, σε Ομήρ. Ιλ.· κατθανεῖν, σε Αισχύλ.· υπερθ. εὐκλεέστατα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκλεής: эп. ἐϋκλεής 2 покрытый великой славой, славный (βασιλῆες Hom.; ἔργα Pind.; θρόνος Soph.; βίος Eur.; θάνατος Aesch.; Ἀκαδημία Plut.): δόξα εὐ. Plat. великая слава.
Middle Liddell
κλέος
of good report, famous, glorious, Hom., etc.; εὐκλεέστατος βίος Eur. adv. -εῶς, epic -ειῶς, Il.; κατθανεῖν Aesch.; Sup. εὐκλεέστατα, Xen.