λιβρός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ζοφερός]] (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή [[νύχτα]], ΕΜ<br />β. «ὀλὸς [[λιβρός]]» — μαύρο [[αίμα]], <b>Ανθ. Παλ.</b> γ. «λιβρὸν [[σέλας]]» — αμυδρό [[σέλας]], Τραγ. αδεσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. <i>λιβ</i>- ( | |mltxt=[[λιβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ζοφερός]] (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή [[νύχτα]], ΕΜ<br />β. «ὀλὸς [[λιβρός]]» — μαύρο [[αίμα]], <b>Ανθ. Παλ.</b> γ. «λιβρὸν [[σέλας]]» — αμυδρό [[σέλας]], Τραγ. αδεσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. <i>λιβ</i>- ([[πρβλ]]. <i>λίψ</i>, [[λιβός]]) του [[λείβω]] και συνδέεται με το λατ. <i>liveo</i> «[[είμαι]] [[ωχρός]], [[φαιός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ά, όν, A = σκοτεινὸς καὶ μέλας, Hp. ap. Erot. (prob. referring to Aër.15 where διερῷ and θολερῷ codd. Hp., as epithet of ἠήρ) ; νύξ expld. as either dark or (cf. λιβάς) dewy night, EM564.49; λιβρὸν σέλας Trag.Adesp.232; ὀλὸς λ. either black or dripping blood, AP 15.25.1 (Besant.); cf. λιμβρός.
German (Pape)
[Seite 42] (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.
Greek (Liddell-Scott)
λιβρός: -ά, -όν, (λείβω) δίυγρος, στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. λιβηρός. ΙΙ. σκοτεινός, κατηφής, πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. λιμβρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui coule goutte à goutte, humide de rosée;
2 humide, froid, sombre.
Étymologie: λίβος.
Greek Monolingual
λιβρός, -ά, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή νύχτα, ΕΜ
β. «ὀλὸς λιβρός» — μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» — αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ- (πρβλ. λίψ, λιβός) του λείβω και συνδέεται με το λατ. liveo «είμαι ωχρός, φαιός»].
Greek Monotonic
λιβρός: -ά, -όν (λείβω), υγρός, αυτός που στάζει απ' την υγρασία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λιβρός: капающий, струящийся (ὀλός Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of ὀλός ('turbid liquidity' AP 15, 25, 1), of νύξ (EM 564, 49 : dark or humid), of σέλας (Trag. Adesp. 232); by Erot. explained as σκοτεινὸς καὶ μέλας (to Hp. Aër. 15, where codd. διερῳ̃ and θολερῳ̃, of ἠήρ?).
Other forms: with nasal λιμβρός (EM564, 52; Suid.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: "The usual connection with λείβω presupposes a semantic shift which is possible with this poetic and rare word." (Frisk). Fur. 287 n. 68 notes that the prenasalization could be due to late-Greek\/Byzantine nasalization. (I see nothing in Fur. 240, 287: comparison with λιαρός.)
Middle Liddell
λιβρός, ή, όν λείβω
dripping, wet, Anth.
Frisk Etymology German
λιβρός: {librós}
Forms: Daneben mit Nasal λιμβρός (EM564, 52; Suid.).
Meaning: Beiwort von ὀλός (’trübe Flüssigkeit’ AP 15, 25, 1), von νύξ (EM 564, 49 : finster od. feucht), von σέλας (Trag. Adesp. 232); von Erot. mit σκοτεινὸς καὶ μέλας erklärt (zu Hp. Aër. 15, wo codd. διερῳ̃ und θολερῳ̃, von ἠήρ?).
Etymology : Die herkömmliche Anknüpfung an λείβω setzt eine bei diesem poetischen und seltenen Worte leicht verständliche Bedeutungsverschiebung voraus.
Page 2,120-121