ἀνδρείκελος: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνδρείκελος]]), -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ανθρώπου, [[ανθρωπόμορφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ομοίωμα]] του άνδρα, του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) νευρόσπαστο, [[μαριονέτα]], [[κούκλα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που δεν ενεργεί με δική του [[βούληση]] [[αλλά]] [[κατά]] [[επιταγή]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαφή]] στο [[χρώμα]] της ανθρώπινης σάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είκελος]] «όμοιος» <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θεοείκελος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=(Α [[ἀνδρείκελος]]), -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ανθρώπου, [[ανθρωπόμορφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ομοίωμα]] του άνδρα, του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) νευρόσπαστο, [[μαριονέτα]], [[κούκλα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που δεν ενεργεί με δική του [[βούληση]] [[αλλά]] [[κατά]] [[επιταγή]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαφή]] στο [[χρώμα]] της ανθρώπινης σάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είκελος]] «όμοιος» <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]] ([[πρβλ]]. [[θεοείκελος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελος Medium diacritics: ἀνδρείκελος Low diacritics: ανδρείκελος Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: andreíkelos Transliteration B: andreikelos Transliteration C: andreikelos Beta Code: a)ndrei/kelos

English (LSJ)

ον, A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.

German (Pape)

[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον (χρῶμα) couleur de chair pour imiter une figure d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, εἴκελος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀνδροει- Adam.Dial.208
I adj. que representa un hombre εἴδωλα D.H.1.38, διατύπωσις Plu.Alex.72.
II subst. τό
1 imagen de un hombre, lo humano συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano Pl.R.501b
imagen, estatua ἀνδρείκελον αὐτοῦ Καίσαρος App.BC 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ AP 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.
2 colorete de color carne τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.Oec.10.5, cf. Pl.Cra.424e, Arist.GA 725a26, Thphr.Lap.51, Hsch.

Greek Monolingual

ἀνδρείκελος), -ον)
1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος
2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα
β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλου
αρχ.
βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀνδρείκελος: -ον (ἀνήρ, εἴκελος), όμοιος με άνδρα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρείκελος: человекообразный (διατύπωσις καὶ διαμόρφωσις Plut.).

Middle Liddell

ἀνήρ, εἴκελος
like a man, Plut.