ἀνάντης: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)].
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> ([[πρβλ]]. και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάντης Medium diacritics: ἀνάντης Low diacritics: ανάντης Capitals: ΑΝΑΝΤΗΣ
Transliteration A: anántēs Transliteration B: anantēs Transliteration C: anantis Beta Code: a)na/nths

English (LSJ)

ες, (ἀνά, ἄντην) A up-hill, steep, opp. κατάντης, χωρίον Hdt. 2.29; πεδία Hp.Aër.19; ὁδός, ἀνάβασις, Pl.R.364d, 515e; πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, opp. κατὰ πρανοῦς, X.Eq.3.7, cf Pl.Phdr.247b; πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν in the ascending scale of our constitutions, Id.R.568c; πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Id Lg.732c.

German (Pape)

[Seite 199] ες (ἀντάω), bergauf, steil, schwierig, ἀνάβασις Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Ggstz κατάντης, Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάντης: τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, ἀντάω) ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀντίθ. τῷ κατάντης, χωρίον Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, ἀνάβασις Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον σημεῖον τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
montant, escarpé.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.

Spanish (DGE)

-ες
1 empinado, cuesta arriba χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.R.364d, ἀνάβασις Pl.R.515e.
2 subst. τό, τὰ ἄ. cuesta, subida πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.Flat.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.Eq.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.Phdr.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.Lg.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.NA 13.14
escala ascendente τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.R.568c
fig. dificultad ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ εἰσάπαν ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνάντης)
ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].

Greek Monotonic

ἀνάντης: -ες (ἀνά, ἄντην), ανηφορικός, απότομος, απόκρημνος, σε Ηρόδ., Πλάτ., Ξεν.· πρὸς τὸ ἄναντες, στο υψηλότερο σημείο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάντης: идущий в гору, крутой (χωρίον Her.; ὁδός Plat.). - см. тж. ἄναντες.

Middle Liddell

[ἀνά, ἀντάω
up-hill, steep, Hdt., Plat., Xen.; πρὸς τὸ ἄναντες to the highest point, Plat.

English (Woodhouse)

of ground, sloping up, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)