κλονοκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλονοκάρδιος]], -ον (Α)<br />(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), [[πρβλ]]. <i>εγ</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>χαλκεο</i>-<i>κάρδιος</i>].
|mltxt=[[κλονοκάρδιος]], -ον (Α)<br />(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), [[πρβλ]]. [[εγκάρδιος]], [[χαλκεοκάρδιος]]].
}}
}}

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλονοκάρδιος Medium diacritics: κλονοκάρδιος Low diacritics: κλονοκάρδιος Capitals: ΚΛΟΝΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: klonokárdios Transliteration B: klonokardios Transliteration C: klonokardios Beta Code: klonoka/rdios

English (LSJ)

ον, A heart-stirring, epithet of the thunderbolt, Orph.H.19.8 (cj. Steph. pro χρονοκάρδιος).

German (Pape)

[Seite 1456] herzerschütternd, Conj. in Orph. H. 18, 8 für χρονοκάρδιος.

Greek (Liddell-Scott)

κλονοκάρδιος: ον. ὁ τὰς καρδίας κλονῶν, ἐπίθετ. τοῦ κεραυνοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 8, ἐξ εἰκασίας τοῦ Στεφ. ἀντὶ χρονοκάρδιος.

Greek Monolingual

κλονοκάρδιος, -ον (Α)
(για τον κεραυνό) αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, χαλκεοκάρδιος].