ἀρατός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aratos
|Transliteration C=aratos
|Beta Code=a)rato/s
|Beta Code=a)rato/s
|Definition=Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prayed against]], [[accursed]], ἀρητὸς γόος <span class="bibl">Il.17.37</span>, <span class="bibl">24.741</span>; ἀρατὸν ἕλκος <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>972</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[prayed for]], [[desirable]], <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>6.3</span>; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη <span class="title">SIG</span>656.17 (Abdera): hence [[Ἄρητος]], [[Ἀρήτη]], as pr.nn., <b class="b2">the Prayed-for</b>, Hom.: later <b class="b3">Ἄρᾱτος. [ᾱρ</b> Ep., ᾰρ Att.]</span>
|Definition=Ion. [[ἀρητός]], ή, όν, ([[ἀράομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[prayed against]], [[accursed]], ἀρητὸς [[γόος]] Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν [[ἕλκος]] S.Ant.972 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[prayed for]], [[desirable]], Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ [[σωτήριος]] [[γνώμη]] SIG656.17 (Abdera): hence [[Ἄρητος]], [[Ἀρήτη]], as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later [[Ἄρατος]]. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:38, 24 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱτός Medium diacritics: ἀρατός Low diacritics: αρατός Capitals: ΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: aratós Transliteration B: aratos Transliteration C: aratos Beta Code: a)rato/s

English (LSJ)

Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι)
A prayed against, accursed, ἀρητὸς γόος Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972 (lyr.).
II prayed for, desirable, Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη SIG656.17 (Abdera): hence Ἄρητος, Ἀρήτη, as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later Ἄρατος. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]

German (Pape)

[Seite 344] ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v. l. ἄρρητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρατός: Ἰων. ἀρητός, ἡ, όν, (ἀράομαι) κατηραμένος, βλαπτικός, κατάρατος, ἀρατόν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 (ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν ἕλκος Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ οὗ ηὔξατό τις, ὅθεν Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on doit maudire, maudit.
Étymologie: ἀράομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): jón. ép. ἀρητός Il.17.37, 24.741; pero ἄρητος Ath.Mitt.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. Ἄρητος
• Prosodia: [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]
• Morfología: [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]
I en sent. positivo
1 de dioses que atiende a las plegarias, propicio de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia Ath.Mitt.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.Fr.24.9.
2 de abstr. propicio, agradable ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη SIG 656.17 (Abdera II a.C.)
neutr. como adv. de buena gana ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.Del.205.
II en sent. neg. que atrae la maldición, de maldición ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición, Il.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972, μόρος Q.S.11.120, cf. EM 140.41G., Eust.1093.60.

Greek Monolingual

-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].
ἀρατός, -ή, -όν (Α) αρά
1. καταραμένος, επάρατος
2. αυτός για χάρη του οποίου εύχεται κάποιος, επιθυμητός.

Greek Monotonic

ἀρᾱτός: Ιων. ἀρητός, -ή, -όν (ἀράομαι),
I. καταραμένος, επικαράτατος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε κάποιος· εξού, Ἄρητος, Ἀρήτη (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. [ᾱρ-, σε Επικ. ᾰρ-, σε Αττ.].

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱτός: эп.-ион. ἀρητός 3 проклятый, страшный (γόος Hom. - v. l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v. l. ἀραχθέν).

Middle Liddell

ἀράομαι [ᾱρ- epic, αρ- attic
I. accursed, unblessed, Il., Soph.
II. prayed for: hence Ἄρητος, Ἀρήτη, (with changed accent), as prop. n., the prayed-for, like the Hebrew Samuel, Hom.