οἰκείω: Difference between revisions
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikeio | |Transliteration C=oikeio | ||
|Beta Code=oi)kei/w | |Beta Code=oi)kei/w | ||
|Definition=Ep. for [[οἰκέω]] (q. v.). | |Definition=Ep. for [[οἰκέω]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 11 January 2022
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.
French (Bailly abrégé)
poét. c. οἰκέω.
Greek Monolingual
οἰκείω (Α)
(επικ.τ.) βλ. οικώ.
οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῦμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῦσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῦσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.
Greek Monotonic
οἰκείω: Επικ. αντί οἰκέω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκείω: Hes., Theocr. = οἰκέω.