μελίφρων: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:54, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφρων Medium diacritics: μελίφρων Low diacritics: μελίφρων Capitals: ΜΕΛΙΦΡΩΝ
Transliteration A: melíphrōn Transliteration B: meliphrōn Transliteration C: melifron Beta Code: meli/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) A sweet to the mind, delicious, ὕπνος Il.2.34, B.Fr.3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.Sc.428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.Fr.122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95. II Act., whose care is honey, Ἀρισταῖος A.R.4.1132.

German (Pape)

[Seite 125] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; οἶνος, Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch πυρός, σῖτος u. ὕπνος, Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; θυμός, Hes. Sc. 428; αἰτία, Pind. N. 7, 11; βάρβιτος, Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; καρπός, 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, εὐχάριστος, τερπνός, μελίφρων ὕπνος Ἰλ. Β. 34· οἶνον μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· νόστος Σιμωνίδ. 120· σκόλιον Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.

French (Bailly abrégé)

gén. ονος;
doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φρήν.

English (Autenrieth)

honey-minded, honeylike, sweet.

English (Slater)

μελίφρων
   1 honey sweet to the mind μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.

Greek Monolingual

μελίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. (ως προσωνυμία του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μαλακό-φρων].

Greek Monotonic

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, τερπνός, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφρων: 2, gen. ονος услаждающий душу (οἶνος, σῖτος, ὕπνος Hom.; θυμός Hes.; βάρβιτος Anth.).

Middle Liddell

μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.