συνέστιος: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνέστιος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> домочадец, сожитель Soph., Eur., Plat.: ξυνέστιοι πόλεως Aesch. сограждане;<br /><b class="num">2)</b> сотоварищ: ξ. θοίνῃ Eur. и σ. [[δαιτός]] Anth. сотрапезник, собутыльник;<br /><b class="num">3)</b> хранитель домашнего очага ([[Ζεὺς]] σ. Aesch.).
|elrutext='''συνέστιος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[домочадец]], [[сожитель]] Soph., Eur., Plat.: ξυνέστιοι πόλεως Aesch. сограждане;<br /><b class="num">2)</b> [[сотоварищ]]: ξ. θοίνῃ Eur. и σ. [[δαιτός]] Anth. [[сотрапезник]], [[собутыльник]];<br /><b class="num">3)</b> [[хранитель домашнего очага]] ([[Ζεὺς]] σ. Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-έστιος, ον, [[ἑστία]]<br /><b class="num">1.</b> [[sharing]] one's [[hearth]] or [[house]], a [[fellow]]-lodger, [[guest]], Lat. [[contubernalis]], Soph., Eur.; —ξυνέστιοι πόλεος his [[fellow]]- citizens, Aesch.:—c. dat. pers., ς. σοι καὶ [[ὁμοτράπεζος]] Plat.; c. dat. rei, ξ. ἐμοὶ θοίνῃ associates with me in the [[feast]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> of [[Zeus]], [[guardian]] of the [[hearth]], Aesch.
|mdlsjtxt=συνέστιος, ον, [[ἑστία]]<br /><b class="num">1.</b> [[sharing]] one's [[hearth]] or [[house]], a [[fellow]]-lodger, [[guest]], Lat. [[contubernalis]], Soph., Eur.; —ξυνέστιοι πόλεος his [[fellow]]- citizens, Aesch.:—c. dat. pers., συνέστιος σοι καὶ [[ὁμοτράπεζος]] Plat.; c. dat. rei, ξ. ἐμοὶ θοίνῃ = associates with me in the [[feast]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> of [[Zeus]], [[guardian]] of the [[hearth]], Aesch.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[living under the same roof]]
|woodrun=[[living under the same roof]]
}}
}}

Revision as of 08:39, 11 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέστῐος Medium diacritics: συνέστιος Low diacritics: συνέστιος Capitals: ΣΥΝΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: synéstios Transliteration B: synestios Transliteration C: synestios Beta Code: sune/stios

English (LSJ)

ον, A sharing one's hearth or sharing one's house, S.OT249, E.Alc.1151; σύσσιτος καὶ συνέστιος Pl.Ep.350c; ξυνέστιοι πόλεος his fellow-citizens, A.Th.773 (lyr.); συνέστιος δαιτός, of a bottle, AP6.248 (Marc. Arg.): c. dat. pers., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Pl.Euthphr.4b, cf. Lg.868e; ἀθανάτοισι σ. A.R.1.1319; ἀμβροσίῃσι σ. AP7.41; ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Opp.C.3.118: c. dat. pers. et gen. rei, χρὴ συνεστίους ἐμοὶ γοίνης γενέσθαι associates with me in the feast, E.El.784. 2 epithet of Zeus, guardian of the hearth, A.Ag. 703 (lyr.); συνέστιοι θεοί sharing the same hearth, i.e. temple, PGiss.99.26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1020] mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie συνέστιος μακάρεσσι Gall. 2 (Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ σύσσιτος Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687.

Greek (Liddell-Scott)

συνέστιος: -ον, ὁ μετέχων τῆς ἑστίας, κατοικῶν ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ μετά τινος, σύνοικος, ξένος παραμένων μετά τινος, Λατιν. contubernalis, Σοφ. Ο. Τ. 249, Εὐριπ. Ἄλκ. 1151· σύσσιτος καὶ σ. Πλάτ. Ἐπιστ. 350C· ― ξυνέστιοι πόλεος, οἱ συμπολῖται αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 773· συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, ἐπὶ λαγύνου οἴνου, Ἀνθ. Π. 6. 248· ― μετὰ δοτ. προσ., σ. σοι καὶ ὁμοτράπεζος Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Β, πρβλ. Νόμ. 868Ε· ἀθανάτοισι σ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1319· Μούσαις Ἀνθ. Π. 7. 41· ὄρνις σ. ἀνθρώποισι Ὀππ. Κυνηγ. 3. 118· μετὰ δοτ. προσ., ξ. ἐμοὶ θοίνῃ γενέσθαι Εὐρ. Ἠλ. 784. 2) ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, ὁ προστάτης τῆς ἑστίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 704.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui réside près du même foyer, qui habite la même maison que, τινι ; avec un gén. : ξυνέστιος πόλεως ESCHL concitoyen;
2 protecteur du foyer (Zeus).
Étymologie: σύν, ἑστία.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῦ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ.
β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ.
γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.)
2. στενός φίλος, αδελφικός φίλος («ὁ κλητὸς καὶ ἐκλεκτὸς καὶ σύνοικος καὶ συνοδοιπόρος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. συνέστιος
προσωνυμία του Διός και άλλων θεοτήτων ως προστατών της οικογενειακής εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έστιος (< ἑστία), πρβλ. παρ-έστιος].

Greek Monotonic

συνέστιος: -ον (ἑστία),
1. αυτός που μοιράζεται την οικογενειακή εστία ή την οικία με άλλον, συγκάτοικος, σύνοικος, φιλοξενούμενος, Λατ. contubernalis, σε Σοφ., Ευρ.· ξυνέστιοι πόλεος, συμπολίτες, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συνέστιός σοικαὶ ὁμοτράπεζος, σε Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., ξυνέστιος ἐμοὶ θοίνῃ, σύντροφοί μου στο συμπόσιο, συνδαιτυμόνες, ομοτράπεζοι.
2. λέγεται για τον Δία, προστάτης της οικογενειακής εστίας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνέστιος:
1) домочадец, сожитель Soph., Eur., Plat.: ξυνέστιοι πόλεως Aesch. сограждане;
2) сотоварищ: ξ. θοίνῃ Eur. и σ. δαιτός Anth. сотрапезник, собутыльник;
3) хранитель домашнего очага (Ζεὺς σ. Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνέστιος -ον [σύν, ἑστία] die de haard (d.w.z. het huis) deelt, medebewoner, huisgenoot; met dat. met of van iem.; met gen.. συνεστίους θοίνης … γενέσθαι deelnemen aan het feestmaal (bij iem. thuis); σ. πόλεως stadgenoot Aeschl. Sept. 773. epithet van Zeus die de haard beschermt. Aeschl. Ag. 703.

Middle Liddell

συνέστιος, ον, ἑστία
1. sharing one's hearth or house, a fellow-lodger, guest, Lat. contubernalis, Soph., Eur.; —ξυνέστιοι πόλεος his fellow- citizens, Aesch.:—c. dat. pers., συνέστιος σοι καὶ ὁμοτράπεζος Plat.; c. dat. rei, ξ. ἐμοὶ θοίνῃ = associates with me in the feast, Eur.
2. of Zeus, guardian of the hearth, Aesch.

English (Woodhouse)

living under the same roof

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)