αφανής: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀφανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ορατός]], που δεν φαίνεται, ο [[αθέατος]]<br /><b>2.</b> [[άσημος]], μη [[ένδοξος]], μη φημισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το [[πτώμα]] δεν βρέθηκε [[μετά]] τη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]], κρυμμένος, [[ακατάληπτος]], [[μυστικός]]<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]], [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]]<br /><b>4.</b> [[δραπέτης]], [[λιποτάκτης]]<br /><b>5.</b> [[ανεξιχνίαστος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>ἀφανές</i><br />[[αβεβαιότητα]], [[αμφιβολία]], [[ασάφεια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀφανής]] [[θεός]]» — η [[Περσεφόνη]]<br />β) «ἀφανὴς [[οὐσία]]» — η [[περιουσία]] την οποία μπορεί να αποκρύψει ο κάτοχός της, όπως π.χ. η χρηματική<br />γ) «ἀφανὴς [[πόλος]]» ><br />ο Νότιος Πόλος<br />δ) «ἀφανὴς [[χάρις]]», [[χάρη]] που προήλθε από άγνωοτο [[πρόσωπο]]<br />ε) «ἐν ἀφανεῑ» — [[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i>, [[φαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρτιφανής]], <i>αυτοφανής</i>)].
|mltxt=-ές (AM [[ἀφανής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ορατός]], που δεν φαίνεται, ο [[αθέατος]]<br /><b>2.</b> [[άσημος]], μη [[ένδοξος]], μη φημισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το [[πτώμα]] δεν βρέθηκε [[μετά]] τη [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[αόρατος]], κρυμμένος, [[ακατάληπτος]], [[μυστικός]]<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]], [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]]<br /><b>4.</b> [[δραπέτης]], [[λιποτάκτης]]<br /><b>5.</b> [[ανεξιχνίαστος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>ἀφανές</i><br />[[αβεβαιότητα]], [[αμφιβολία]], [[ασάφεια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀφανής]] [[θεός]]» — η [[Περσεφόνη]]<br />β) «ἀφανὴς [[οὐσία]]» — η [[περιουσία]] την οποία μπορεί να αποκρύψει ο κάτοχός της, όπως π.χ. η χρηματική<br />γ) «ἀφανὴς [[πόλος]]» ><br />ο Νότιος Πόλος<br />δ) «ἀφανὴς [[χάρις]]», [[χάρη]] που προήλθε από άγνωοτο [[πρόσωπο]]<br />ε) «ἐν ἀφανεῖ» — [[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαν</i>-, <i>εφάνην</i>, [[φαίνομαι]] ([[πρβλ]]. [[αρτιφανής]], <i>αυτοφανής</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 07:59, 27 May 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἀφανής, -ές)
1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος
2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος
αρχ.
1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη
2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός
3. άγνωστος, αβέβαιος, αμφίβολος, ασαφής
4. δραπέτης, λιποτάκτης
5. ανεξιχνίαστος, ακατάληπτος
6. το ουδ. ως ουσ. ἀφανές
αβεβαιότητα, αμφιβολία, ασάφεια
7. φρ. α) «ἀφανής θεός» — η Περσεφόνη
β) «ἀφανὴς οὐσία» — η περιουσία την οποία μπορεί να αποκρύψει ο κάτοχός της, όπως π.χ. η χρηματική
γ) «ἀφανὴς πόλος» >
ο Νότιος Πόλος
δ) «ἀφανὴς χάρις», χάρη που προήλθε από άγνωοτο πρόσωπο
ε) «ἐν ἀφανεῖ» — κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φανής < φαν-, εφάνην, φαίνομαι (πρβλ. αρτιφανής, αυτοφανής)].