ομιλία: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμιλία]], Α ιων. τ. ὁμιλίη)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[συγκέντρωση]], [[διάλεξη]] (α. «την [[Κυριακή]] θα γίνει [[ομιλία]] του βουλευτή στην [[πλατεία]] του χωριού» β. «η επί του όρους [[ομιλία]]»)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[κουβέντα]] (α. «με την [[ομιλία]] ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῑς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> το [[είδος]] του κηρύγματος που συνδέεται [[στενά]] με συνεχές [[κείμενο]] ή [[περικοπή]] της Αγίας Γραφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προφορική [[ανακοίνωση]], [[υπόμνηση]]<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[μιλιά]], [[φωνή]]<br /><b>3.</b> ο [[τόνος]] της φωνής, η [[προφορά]] («από την [[ομιλία]] φαίνεται ότι [[είναι]] [[ξένος]]»)<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> η εξωτερική [[πραγμάτωση]] ή [[εφαρμογή]] της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε [[διάκριση]] από την εσωτερική [[πλευρά]] της, που [[είναι]] ο [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ομιλίες</i><br />[[είδος]] λαϊκού θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]] («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[επαφή]] με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «συγγενεῑς ὁμιλίαι» — οι [[μεταξύ]] συγγενών σχέσεις, <b>Ευρ.</b><br />γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — [[συσχετισμός]] [[μεταξύ]] ανθρώπων και πραγμάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> σαρκική [[μίξη]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[εξάσκηση]] («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει [[κανείς]] [[κάτι]] με την [[εξάσκηση]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για [[πράγμα]]) συνηθισμένη [[χρήση]] («ἡ πλείστη [[ὁμιλία]] τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)<br /><b>6.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]] («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (με περλπτ. σημ.) [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («ἀδελφῶν ἡ παροῡσ' [[ὁμιλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὁμιλίαι</i><br />[[τίτλος]] έργου του Κριτίου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἡ καθ' ἡμᾱς αὐτοὺς [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]]» — ο [[δημόσιος]] και [[ιδιωτικός]] [[βίος]] μας (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χθονὸς [[ὁμιλία]]» — [[αγάπη]] [[προς]] την [[πατρίδα]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την [[πειθώ]], με τα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]]. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[εξέλιξη]] τών λ. [[ὁμιλία]], <i>ὁμιλῶ</i> από τη σημ. του [[ὅμιλος]] «συγκεντρωμένο [[πλήθος]] προσώπων» στη σημ. «[[συνδιαλέγομαι]], [[μιλώ]], [[συζητώ]]» από τη χριστιανική [[εποχή]] και ύστερα].
|mltxt=η (ΑΜ [[ὁμιλία]], Α ιων. τ. ὁμιλίη)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[συγκέντρωση]], [[διάλεξη]] (α. «την [[Κυριακή]] θα γίνει [[ομιλία]] του βουλευτή στην [[πλατεία]] του χωριού» β. «η επί του όρους [[ομιλία]]»)<br /><b>2.</b> [[συνομιλία]], [[κουβέντα]] (α. «με την [[ομιλία]] ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῑς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> το [[είδος]] του κηρύγματος που συνδέεται [[στενά]] με συνεχές [[κείμενο]] ή [[περικοπή]] της Αγίας Γραφής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προφορική [[ανακοίνωση]], [[υπόμνηση]]<br /><b>2.</b> [[λαλιά]], [[μιλιά]], [[φωνή]]<br /><b>3.</b> ο [[τόνος]] της φωνής, η [[προφορά]] («από την [[ομιλία]] φαίνεται ότι [[είναι]] [[ξένος]]»)<br /><b>4.</b> <b>γλωσσ.</b> η εξωτερική [[πραγμάτωση]] ή [[εφαρμογή]] της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε [[διάκριση]] από την εσωτερική [[πλευρά]] της, που [[είναι]] ο [[λόγος]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ομιλίες</i><br />[[είδος]] λαϊκού θεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]] («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχέση]], [[επαφή]] με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «συγγενεῖς ὁμιλίαι» — οι [[μεταξύ]] συγγενών σχέσεις, <b>Ευρ.</b><br />γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — [[συσχετισμός]] [[μεταξύ]] ανθρώπων και πραγμάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> σαρκική [[μίξη]], [[συνουσία]]<br /><b>4.</b> [[εξάσκηση]] («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει [[κανείς]] [[κάτι]] με την [[εξάσκηση]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για [[πράγμα]]) συνηθισμένη [[χρήση]] («ἡ πλείστη [[ὁμιλία]] τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)<br /><b>6.</b> [[σύλλογος]], [[εταιρεία]] («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (με περλπτ. σημ.) [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («ἀδελφῶν ἡ παροῡσ' [[ὁμιλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ὁμιλίαι</i><br />[[τίτλος]] έργου του Κριτίου<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἡ καθ' ἡμᾱς αὐτοὺς [[πολιτεία]] καὶ [[ὁμιλία]]» — ο [[δημόσιος]] και [[ιδιωτικός]] [[βίος]] μας (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χθονὸς [[ὁμιλία]]» — [[αγάπη]] [[προς]] την [[πατρίδα]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την [[πειθώ]], με τα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅμιλος]]. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[εξέλιξη]] τών λ. [[ὁμιλία]], <i>ὁμιλῶ</i> από τη σημ. του [[ὅμιλος]] «συγκεντρωμένο [[πλήθος]] προσώπων» στη σημ. «[[συνδιαλέγομαι]], [[μιλώ]], [[συζητώ]]» από τη χριστιανική [[εποχή]] και ύστερα].
}}
}}

Revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη)
1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία του βουλευτή στην πλατεία του χωριού» β. «η επί του όρους ομιλία»)
2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β. ἐν ταῖς ἰδιωτικαῑς ὁμιλίαις», Διον. Αλ.)
3. εκκλ. το είδος του κηρύγματος που συνδέεται στενά με συνεχές κείμενο ή περικοπή της Αγίας Γραφής
νεοελλ.
1. προφορική ανακοίνωση, υπόμνηση
2. λαλιά, μιλιά, φωνή
3. ο τόνος της φωνής, η προφορά («από την ομιλία φαίνεται ότι είναι ξένος»)
4. γλωσσ. η εξωτερική πραγμάτωση ή εφαρμογή της όλης γλωσσικής έκφρασης του ανθρώπου, σε διάκριση από την εσωτερική πλευρά της, που είναι ο λόγος
5. στον πληθ. οι ομιλίες
είδος λαϊκού θεάτρου
αρχ.
1. συναναστροφή («φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί», Ευρ.)
2. σχέση, επαφή με κάποιον (α. «ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι» — οι σχέσεις με τους Έλληνες, Ηρόδ.
β. «συγγενεῖς ὁμιλίαι» — οι μεταξύ συγγενών σχέσεις, Ευρ.
γ. «αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὶ αἱ τών πραγμάτων» — συσχετισμός μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων, Αριστοτ.)
3. σαρκική μίξη, συνουσία
4. εξάσκηση («ὁμιλέειν ὁμιλίῃ.» — να κατέχει κανείς κάτι με την εξάσκηση, Ιπποκρ.)
5. (για πράγμα) συνηθισμένη χρήση («ἡ πλείστη ὁμιλία τοῦ ὀνόματος», Επίκ.)
6. σύλλογος, εταιρεία («ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην», Ηρόδ.)
7. (με περλπτ. σημ.) συνάθροιση, συγκέντρωση («ἀδελφῶν ἡ παροῡσ' ὁμιλία», Ευρ.)
8. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὁμιλίαι
τίτλος έργου του Κριτίου
9. φρ. α) «ἔχω ἔν τινι ὁμιλίαν» — ζω με κάποιον (Ευρ.)
β) «ἡ καθ' ἡμᾱς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία» — ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος μας (Θουκ.)
γ) «χθονὸς ὁμιλία» — αγάπη προς την πατρίδα (Ευρ.)
δ) «ἐξ ὁμιλίας» — με την πειθώ, με τα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος. Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη τών λ. ὁμιλία, ὁμιλῶ από τη σημ. του ὅμιλος «συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων» στη σημ. «συνδιαλέγομαι, μιλώ, συζητώ» από τη χριστιανική εποχή και ύστερα].