πρώτιστος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protistos | |Transliteration C=protistos | ||
|Beta Code=prw/tistos | |Beta Code=prw/tistos | ||
|Definition=η, ον, also ος, ον <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>157</span>:—poet. and late Prose Sup. of [[πρῶτος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the very first]], <span class="bibl">Il.2.228</span>, <span class="bibl">16.656</span>, <span class="bibl">Od.19.447</span>; <b class="b3">πολὺ π</b>. <span class="bibl">Il.2.702</span>, <span class="bibl">Od.14.220</span>, etc.; <b class="b3">ὁ π. χρόνος</b>, opp. <b class="b3">ὁ ἐνεστώς</b>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>10.4</span> (iii B.C.); [[principal]], [[primal]], θεὰ π. Νύξ <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>14</span>; αἰτία <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span> 12</span>; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>3p.424M.</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>4</span>, al., Dexipp.<span class="title">Fr.</span>32(b)J., <span class="bibl">Agath.3.2</span>: neut. [[πρώτιστον]] as | |Definition=η, ον, also ος, ον <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>157</span>:—poet. and late Prose Sup. of [[πρῶτος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the very first]], <span class="bibl">Il.2.228</span>, <span class="bibl">16.656</span>, <span class="bibl">Od.19.447</span>; <b class="b3">πολὺ π</b>. <span class="bibl">Il.2.702</span>, <span class="bibl">Od.14.220</span>, etc.; <b class="b3">ὁ π. χρόνος</b>, opp. <b class="b3">ὁ ἐνεστώς</b>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>10.4</span> (iii B.C.); [[principal]], [[primal]], θεὰ π. Νύξ <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>14</span>; αἰτία <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span> 12</span>; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>3p.424M.</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>4</span>, al., Dexipp.<span class="title">Fr.</span>32(b)J., <span class="bibl">Agath.3.2</span>: neut. [[πρώτιστον]] as adverb, [[first of all]], <span class="bibl">Od.10.462</span>, <span class="bibl">20.60</span>, al., <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>5.25</span>, <span class="bibl">B.8.11</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>555</span>, <span class="bibl">D.43.75</span>, <span class="bibl">Antiph.98</span>: also pl. πρώτιστα <span class="bibl">Il.1.105</span>, <span class="bibl">Od.3.419</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>109</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>195</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1439</span>, <span class="bibl"><span class="title">El.</span>669</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>792</span>; <b class="b3">ἐπειδὴ π</b>. [[now that]], <span class="bibl">Alc.15.7</span>; <b class="b3">ὅτε π</b>. when [[aforetime]], Call.<span class="title">Aet.Oxy.</span>2079.21; [[especially]], [[principally]], π. ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον <span class="bibl">Str.12.3.19</span>: also <b class="b3">τὸ π</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>430</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. <span class="bibl">Od.11.168</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:17, 30 May 2022
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον h.Cer.157:—poet. and late Prose Sup. of πρῶτος, A the very first, Il.2.228, 16.656, Od.19.447; πολὺ π. Il.2.702, Od.14.220, etc.; ὁ π. χρόνος, opp. ὁ ἐνεστώς, PEleph.10.4 (iii B.C.); principal, primal, θεὰ π. Νύξ Phld.Piet.14; αἰτία Procl.Inst. 12; τῶν φύσει κρειττόνων π. ὁ δημιουργός Hierocl. in CA3p.424M., cf. Iamb.Comm.Math.4, al., Dexipp.Fr.32(b)J., Agath.3.2: neut. πρώτιστον as adverb, first of all, Od.10.462, 20.60, al., Pi.N.5.25, B.8.11, Ar.Lys.555, D.43.75, Antiph.98: also pl. πρώτιστα Il.1.105, Od.3.419, Hes.Op.109, A.Fr.195, S.OT1439, El.669, Ar.Pl.792; ἐπειδὴ π. now that, Alc.15.7; ὅτε π. when aforetime, Call.Aet.Oxy.2079.21; especially, principally, π. ἁλίσκεται ἐνταῦθα τὸ ὄψον Str.12.3.19: also τὸ π. E.Supp.430; τὰ π. Od.11.168.
German (Pape)
[Seite 804] p. superl. von πρῶτος, der allererste; Il. 2, 228. 16, 656; u. adv. πρώτιστα, 1, 105; πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ' Ἀθήνην, Od. 3, 419; τὰ πρώτιστα, 11, 168, zu allererst; auch Hes.; πρώτιστος ἐπέμιξε, Pind. P. 2, 32; πρώτιστον, N. 5, 25; πρώτιστα ἥξεις, Aesch. frg. 181; u. so auch Soph. Trach. 1171. 1439; εἰδέναι δέ σου πρώτιστα χρῄζω, El. 659; u. so adverbial auch Eur. im sing., Suppl. 430, u. im plur., 664; Parmenid. bei Plat. Conv. 178 b; vgl. auch Lob. Phryn. p. 419; auch zweier Endgn, κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν, auf den allerersten Anblick, H. h. Cer. 157. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Nicom. arithm. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πρώτιστος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 157· - ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρῶτος, ὁ πρῶτος πάντων, Ἰλ. Β. 228., Π. 656, Ὀδ. Τ. 447· πολὺ πρώτιστος Ἰλ. Β. 702, Ὀδ. Ξ. 220· - ἀλλὰ συνηθέστατα ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ οὐδ. πρώτιστον ὡς ἐπιρρήματι, πρὸ παντὸς ἄλλου, Ὀδ. Κ. 462., Υ. 60, κ. ἀλλ.· ὡς παρὰ τοῖς Ἀττ., Ἀριστοφ. Λυσ. 555, Δημ. 1076. 17, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1, κτλ.· - οὕτω καὶ πρώτιστα, Ἰλ. Α. 105, Ὀδ. Γ. 419, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 109· Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195, Σοφ. Ο. Τ. 1439. Ἠλ. 669, Ἀριστοφ. Πλ. 792· - οὕτω τὸ πρώτιστον Εὐρ. Ἱκ. 430· τὰ πρώτιστα Ὀδ. Λ. 168· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 419.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
le premier de tous ; neutre adv. • πρώτιστον ou • πρώτιστα, en premier lieu, premièrement ; • τὰ πρώτιστα OD m. sign.
Étymologie: Sp. de πρῶτος.
English (Autenrieth)
sup. to πρῶτος: first of all, chiefest.—Adv., πρώτιστον, πρώτιστα (πρώτισθ), Od. 11.168.
English (Slater)
πρώτιστος
1 first of all ἥρως ἐμφύλιον αἶμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) n. s. pro adv., αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25)
Greek Monolingual
-η, -ο / πρώτιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και δωρ. τ. πράτιστος, -ίστη, -ον Α
(ως υπερθετικό του πρώτος)
1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα
κυρίως, πρώτα πρώτα
νεοελλ.
1. συνεκδ. κυριότατος, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος
2. μτφ. κορυφαίος, ανώτατος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρώτιστα
ζωολ. το σύνολο τών ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών, δηλαδή αυτών που έχουν διάκριτο, κεχωρισμένο πυρήνα
αρχ.
1. πρωταρχικός, κύριος («πρωτίστη αἰτία», Πρόκλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώτιστον
προπάντων, πρώτα πρώτα, κυρίως.
επίρρ...
πρωτίστως και πρώτιστα Ν
πρώτα πρώτα, κυρίως, προπάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος / πρᾶτος + κατάλ. -ιστος τών ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. μέγιστος)].
Greek Monotonic
πρώτιστος: -η, -ον και -ος, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρῶτος, αληθινά πρώτος, πρώτος από τους πρώτους, πρώτος όλων, σε Όμηρ.· πολὺ πρώτιστος, στον ίδ.· ουδ. πρώτιστον, ως επίρρ., πρώτα απ' όλα, σε Ευρ.· τὰ πρώτιστα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πρώτιστος: 3, редко 2 [superl. к πρῶτος (тж. πολὺ π. Hom.) самый первый, первейший: κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν HH с первого же взгляда.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώτιστος -η -ον, Dor. πράτιστος [πρῶτος] allereerst:; Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν hij wekte bij Hektor als eerste lafheid op Il. 16.656; n. adv. πρώτιστον en πρώτιστα allereerst.
Middle Liddell
πρώτιστος, η, ον poet. Sup. of πρῶτος
the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.