επιβαίνω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς | |mltxt=[[ἐπιβαίνω]] (Α) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> επιβιβάζομαι σε μεταφορικό [[μέσο]]<br /><b>2.</b> [[βατεύω]], [[οχεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανέρχομαι]] αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή [[εκτελώ]] επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πατώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[μηδέποτε]] ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προχωρώ]]<br /><b>3.</b> [[κυριαρχώ]], [[άρχω]] («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)<br /><b>4.</b> επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῖοι ἀπολέσθωσαν»)<br /><b>2.</b> επεκτείνομαι («ὁ [[πόνος]] ἐπιβαίνει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] όλο το [[βάρος]] του σώματός μου [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] περισσότερα<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]], [[κοντεύω]]<br /><b>5.</b> τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] σε μια ψυχική [[διάθεση]] («πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φθάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται [[ψηλά]] («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] με τη βία<br /><b>9.</b> [[κάνω]] κάποιον να ανεβεί, [[ανεβάζω]] («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάνω]] κάποιον να φθάσει [[κάπου]] («ἀρχαίας ἐπέβασε [[πότμος]] συγγενὴς εὐαμερίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] και [[καθοδηγώ]] («ἡώς, ἥ τε φανεῖσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, <b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:52, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἐπιβαίνω (Α) βαίνω
1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο
2. βατεύω, οχεύω
μσν.- νεοελλ.
ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου
αρχ.-μσν.
1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], Θουκ.)
2. προχωρώ
3. κυριαρχώ, άρχω («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)
4. επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῖς», Πλούτ.)
μσν.
1. καταλαμβάνω, κυριεύω («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῖοι ἀπολέσθωσαν»)
2. επεκτείνομαι («ὁ πόνος ἐπιβαίνει»)
αρχ.
1. καταπατώ, ποδοπατώ
2. ρίχνω όλο το βάρος του σώματός μου κάπου
3. αξιώνω περισσότερα
4. πλησιάζω, κοντεύω
5. τοποθετούμαι πάνω σε κάτι («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.)
6. έρχομαι σε μια ψυχική διάθεση («πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, Ομ. Οδ.)
7. φθάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», Πίνδ.)
8. μπαίνω κάπου με τη βία
9. κάνω κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», Ομ. Ιλ.)
10. κάνω κάποιον να φθάσει κάπου («ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος συγγενὴς εὐαμερίας», Πίνδ.)
11. σηκώνω και καθοδηγώ («ἡώς, ἥ τε φανεῖσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, Ησίοδ.).