συνερείδω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[μαζί]], [[συναρμόζω]] («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[μαζί]] [[σφιχτά]] («[[χέρα]] δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] δεμένος [[σφιχτά]] («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για στρατιώτες) [[είμαι]] τοποθετημένος σε πυκνή [[παράταξη]] με τους άλλους<br /><b>5.</b> συμπλέκομαι, επιτίθεμαι («αἱ [[νῆες]] ἀντίπρῳροι προσπεσοῦσαι καὶ συνερείσασαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείδω]] «[[στηρίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[μαζί]], [[συναρμόζω]] («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[μαζί]] [[σφιχτά]] («[[χέρα]] δεσμοῖς διδύμοις συνερεισθέντες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] δεμένος [[σφιχτά]] («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (για στρατιώτες) [[είμαι]] τοποθετημένος σε πυκνή [[παράταξη]] με τους άλλους<br /><b>5.</b> συμπλέκομαι, επιτίθεμαι («αἱ [[νῆες]] ἀντίπρῳροι προσπεσοῦσαι καὶ συνερείσασαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείδω]] «[[στηρίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:04, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερείδω Medium diacritics: συνερείδω Low diacritics: συνερείδω Capitals: ΣΥΝΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: synereídō Transliteration B: synereidō Transliteration C: synereido Beta Code: sunerei/dw

English (LSJ)

A press together, close, χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426; σ. ὀδόντας set the teeth, lock them fast, Hp.Coac.230 (where συνερίζειν is f.l.), Mul.2.201; bind together, bind fast, τινὰ περόναις E.Ba.97 (lyr.):—Pass., αἱ γνάθοι συνερειδόμεναι being set or locked, Hp.Epid.5.74; χέρας δεσμοῖς -ερεισθέντες with their hands tight bound, E.IT457 (anap.), cf. Theoc.22.68; διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Arist.Aud.801a2; χεῖρες ξυνηρεισμέναι arms flexed, Aret.SA1.6. 2 σ. τὸν λογισμόν reason closely, Plu.2.600e codd. II intr., to be firmly set, οἱ ὀδόντες συνηρείκασι Hp.Morb. Sacr.7, cf. Sor.2.27, Fract.4 (prob.); ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Aret. SA1.5; γένυς ξ. τῇ ἄνω is locked with . ., ib.6; also of soldiers, σ. πρὸς ἀλλήλους Plb.12.21.3, cf. Arr.Tact. 16.14. 2 meet in close conflict, τοῖς ἐναντίοις Plb.5.84.2; dash together, of ships, D.S.13.46, Plu.Them.14; press on, τοὺς ὠθισμοὺς τοῖς προτεταγμένοις Arr.Tact. 12.3.

Greek (Liddell-Scott)

συνερείδω: μέλλ. -σω, ἐρείδω ὁμοῦ, συναρμόζω, συγκλείω, σύν τε στόμ’ ἐρεῖσαι χερσὶ Ὀδ. Λ. 426· σ. ὀδόντας, συγκλείω, συστηρίζω πρὸς ἀλλήλους, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 157, πρβλ. 670. 11., 671. 9, ἴδε καὶ κατωτ. ΙΙ· συ δέω, δένω ὁμοῦ ἰσχυρῶς, τινὰ περόνες Εὐρ. Βάκχ. 97. ― Παθητ., ξυνερηρίσθαι τοὺς ὀδόντας, ἔχειν αὐτοὺς συγκεκλεισμένους, συνεσφιγμένους, Foës. Oec. Hipp.· συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς, ἔχων τὰς χεῖρας δεδεμένας, δεθεὶς ἰσχυρῶς διὰ δεσμῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 457, πρβλ. Θεόκρ. 22. 68· διὰ τὸ μὴ σ. τὴν ἀρτηρίαν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 13· χεῖρες ξυνηρεισμέναι, ἰσχυρῶς συγκεκλεισμέναι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 2) σ. τὸν λογισμόν, κάμνω συλλογισμὸν αὐστηρόν, αὐστηρῶς συλλογίζομαι, Πλούτ. 2. 600D. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι συνεσφιγμένος, συγκεκλεισμένος ἰσχυρῶς, συνερείσουσιν οἱ ὀδόντες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5· γένυς ξ. τῇ ἄνω αὐτόθι 6· ― ὁμοίως ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 12. 21, 3. 2) συμπλέκομαι ἐκ τοῦ πλησίον, τοῖς ἐναντίοις Πολύβ. 5. 84, 2· συγκρούομαι, ἐπὶ πλοίων, Διόδ. 13. 46, Πλουτ. Θεμίστ. 14.

French (Bailly abrégé)

f. συνερείσω;
Pass. ao. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι;
I. tr. appuyer ensemble ; lier, attacher : χέρας δεσμοῖς EUR serrer les mains avec des liens ; fig. σ. τὸν λογισμόν PLUT serrer le raisonnement;
II. intr. 1 s’appuyer ensemble;
2 en parl. de navires se heurter.
Étymologie: σύν, ἐρείδω.

Greek Monolingual

Α
1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.)
2. δένω μαζί σφιχτάχέρα δεσμοῖς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.)
3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.)
4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή παράταξη με τους άλλους
5. συμπλέκομαι, επιτίθεμαι («αἱ νῆες ἀντίπρῳροι προσπεσοῦσαι καὶ συνερείσασαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρείδω «στηρίζω»].

Greek Monotonic

συνερείδω: μέλ. -σω,
I. 1. στερεώνω καλά μαζί, συναρμόζω, στηρίζω μαζί, υποστηρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· συνδέω, δένω μαζί, δένω σφιχτά, συσφίγγω, σε Ευρ. — Παθ., συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς, με τα χέρια του δεμένα σφιχτά, στον ίδ.
2. συνερείδω τὸν λογισμόν, υποστηρίζω τον συλλογισμό μου με ατράνταχτα επιχειρήματα, σε Πλούτ.
II. αμτβ., συμπλέκομαι σε μάχη σώμα με σώμα, συγκρούομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνερείδω: (fut. συνερείσω; pass.: aor. συνηρείσθην, pf. συνήρεισμαι)
1) сжимать, связывать (χέρας δεσμοῖς Eur.); прикреплять, пристегивать (τινὰ περόναις Eur.);
2) смыкать, закрывать (στόμα χερσί Hom. - in tmesi);
3) уплотнять, приближать: σ. ἔπος παρ᾽ ἔπος Plut. говорить без запинки; σ. λογισμόν Plut. тщательно (внимательно) рассуждать;
4) опираться, прислоняться: συνερεῖσαι πρὸς ἀλλήλους Polyb. сомкнуть свои ряды;
5) сталкиваться (αἱ νῆες συνερείσασαι τοῖς χαλκώμασι Plut.);
6) напирать, наскакивать (τοῖς ἐναντίοις Polyb.): συνερείσαντες ἐξωθοῦσι τοὺς πολεμίους Plut. совершив натиск, они изгоняют неприятелей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ερείδω, ook in tmes. met acc. samendrukken, tegen elkaar drukken; pass. met acc. resp..; χέρας δεσμοῖς … συνερεισθέντες met de handen tegen elkaar gedrukt door boeien (d.w.z. vastgebonden) Eur. IT 457; vastzetten:. χρυσέαισιν συνερείδει περόναις (Zeus) zet hem (Dionysus) vast (nl. in zijn dijbeen) met gouden spelden Eur. Ba. 98. sluiten, dicht doen. Od. 11.426. doen botsen, met acc. en dat. iets tegen iem.. Theocr. Id. 22.68. intrans. van tanden, med. stijf vastzitten; Hp.; perf. συνήρεικα stijf op elkaar staan. Hp. MS 7. milit. slaags raken, aanvallen; Plut. Arat. 22.8; van schepen op elkaar botsen. Plut. Them. 14.4.

Middle Liddell

fut. σω
I. to set firmly together, Od.: to bind together, bind fast, Eur.:—Pass., συνερεισθεὶς χέρας δεσμοῖς with one's hands tight bound, Eur.
2. ς. τὸν λογισμόν to reason closely, Plut.
II. intr. to meet in close conflict, Plut.