δολόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δολόω:'''<br /><b class="num">1)</b> ловить (с помощью хитрости) (ἐλάφους ἁρπεδόναις Xen.; ὀρύγμασι καὶ βρόχοις λύκους καὶ ἄρκτους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> коварно вводить в заблуждение, обманывать (ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.): δολῶσαί τινι Her., Eur. обмануть с помощью чего-л., коварно воспользоваться чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> подделывать, фальсифицировать ([[οἶνον]] Luc.): δολῶσαι μορφὴν τρόποις τινός Soph. принять чей-л. вид, переодеться кем-л.
|elrutext='''δολόω:'''<br /><b class="num">1)</b> ловить (с помощью хитрости) (ἐλάφους ἁρπεδόναις Xen.; ὀρύγμασι καὶ βρόχοις λύκους καὶ ἄρκτους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> коварно вводить в заблуждение, обманывать (ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.): δολῶσαί τινι Her., Eur. обмануть с помощью чего-л., коварно воспользоваться чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[подделывать]], [[фальсифицировать]] ([[οἶνον]] Luc.): δολῶσαι μορφὴν τρόποις τινός Soph. принять чей-л. вид, переодеться кем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:40, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολόω Medium diacritics: δολόω Low diacritics: δολόω Capitals: ΔΟΛΟΩ
Transliteration A: dolóō Transliteration B: doloō Transliteration C: doloo Beta Code: dolo/w

English (LSJ)

A beguile, ensnare, take by craft, A.Ag.273, 1636; φαρμάκῳ δ. Hdt.1.212; ὗς πλέγμασι δ. X.Cyr.1.6.28; δολοῦν τινὰ γάμοις beguile by the anticipation of... E.IA898 (anap.):—Med., Leg.Gort.2.36, 44:—Pass., Hes.Th.494, S.Ph.1288. II disguise, μορφήν ib. 129; adulterate incense, wine, etc., Dsc.1.81, Luc.Herm.59; alloy, Gal.14.48 (Pass.); dye, τὰ ἔρια Poll.7.169.

German (Pape)

[Seite 655] überlisten, betrügen; Hes. Th. 494; μὴ δολωθῇς κέρδεσσι Pind. P. 1, 62; Tragg., wie Μοίρας δολώσας Eur. Alc. 12; Soph. Phil. 1272; ὗς ἀγρίους πλέγμασι, d. i. fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Plut. amat. 14. – Dah. = verfälschen; οἶνον Luc. Hermot. 59; ἔρια, Wolle färben, Poll. 7, 169; sonst von der Schminke. So δολῶσαι μορφήν, die Gestalt verstellen, sich verkleiden, Soph. Phil. 129.

Greek (Liddell-Scott)

δολόω: (δόλος) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου δελεάζω, παγιδεύω, Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, παγιδεύω, ἀπατῶ, παγιδεύω διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, μετασχηματίζω, μορφὴν αὐτόθι 129· νοθεύω χρυσόν, οἶνον, κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια Πολυδ. Ζ', 169.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tromper;
2 s’emparer par ruse de, acc.;
3 falsifier, changer, altérer, acc.;
4 dissimuler, déguiser, acc..
Étymologie: δόλος.

English (Slater)

δολόω
   1 deceive μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κέρδεσιν ἐντραπέλοις (P. 1.92)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. 3a sg. δόλωσε Hes.Fr.33a.18, v. med. inf. δολόσαθθαι ICr.4.72.2.36 (Gortina V a.C.)]
I tr.
1 engañar c. ac. de dioses, pers. o anim. (δῶρα) τά μιν ... δόλωσε dones (de Posidón) que fueron para él un engaño Hes.l.c., Μοίρας δολώσας E.Alc.12, μή σε δολώσῃ Ar.Eq.1067, 1081, c. dat. instrum. y ac. explícito o sobreentendido τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ Hdt.1.212, δολώσαντες γάμοις E.IA 898, βίᾳ δολώσας E.Fr.Cresph.66.22, cf. Opp.H.3.18, δολοῦν ἀπάτῃ τοὺς πολεμίους Plu.Fab.6, δολοῦν ὗς ἀγρίους καὶ πλέγμασι καὶ ὀρύγμασι ref. a la caza, X.Cyr.1.6.28, cf. Plu.2.757d, Opp.H.3.338, 5.100, en v. pas. Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.Th.494, μὴ δολωθῇς ... κέρδεσιν ἐντραπέλοις Pi.P.1.92, αἰ δέ κα πονε͂ι δολόσαθθαι y si declara haber sido víctima de engaño, ICr.l.c., δεύτερον δολούμεθα; S.Ph.1288, κατέπιε δ' αὐτὰ δολωθεὶς ὑπὸ ματρυιᾶς IG 42.121.102 (IV a.C.), Ζεὺς αὐτὸς ὑποσχεσίῃσι δολωθείς Zeus atrapado por sus propias promesas A.R.2.948, cf. 4.456
abs. τὸ γὰρ δολῶσαι πρὸς γυναικὸς ἦν σαφῶς porque el tender la trampa era claramente cosa de mujer A.A.1636, μὴ δολώσαντος θεοῦ A.A.273, τῷ παλεύειν, ὅπερ ἐστὶ δολοῦν καὶ καταβάλλειν δι' ἀπάτης Plu.2.638d.
2 c. ac. de cosa desfigurar, disfrazar ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας disfrazando su apariencia con vestimentas de patrón de nave S.Ph.129
desvirtuar palabras, textos, etc. μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2Ep.Cor.4.2
de materias o elementos naturales adulterar (τὸν οἶνον) δολώσαντες καὶ κακομετροῦντες Luc.Herm.59, en v. pas., del incienso δολοῦται δὲ μειγνύμενον κόμμει Dsc.1.67, cf. 68, Gal.14.48, del agua, Nonn.D.22.81
c. ref. al color tintar, teñir δολοῦν τὰ ἔρια Poll.7.169, en v. pas. δεδολωμένα δάκτυλα μίλτῳ Nonn.D.8.43
de monedas falsificar en v. pas. νομίσματα ... ταῖς ὕλαις δολούμενα Amph.Seleuc.260.
II intr., en v. med. engañarse a sí mismo (ἡ ψυχή) ὁπόταν δὲ κακωθῇ, δολουμένη, ἀδιανόητος γίνεται Vett.Val.237.12.

English (Strong)

from δόλος; to ensnare, i.e. (figuratively) adulterate: handle deceitfully.

English (Thayer)

δόλῳ; (δόλος;
1. to ensnare: Hesiod, Herodotus and succeeding writers.
2. to corrupt, (βδελλιον and λίβανον, Dioscor. 1,80. 81); τόν οἶνον, Lucian, Hermot. 59) τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, divine truth by mingling with it wrong notions, Trench, § 62, and see καπηλεύω.)

Greek Monotonic

δολόω: μέλ. -ώσω (δόλος
I. εξαπατώ, δελεάζω, παγιδεύω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
II. μετασχηματίζω, συγκαλύπτω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δολόω:
1) ловить (с помощью хитрости) (ἐλάφους ἁρπεδόναις Xen.; ὀρύγμασι καὶ βρόχοις λύκους καὶ ἄρκτους Plut.);
2) коварно вводить в заблуждение, обманывать (ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Hes.): δολῶσαί τινι Her., Eur. обмануть с помощью чего-л., коварно воспользоваться чем-л.;
3) подделывать, фальсифицировать (οἶνον Luc.): δολῶσαι μορφὴν τρόποις τινός Soph. принять чей-л. вид, переодеться кем-л.

Middle Liddell

δολόω, fut. -ώσω δόλος
I. to beguile, ensnare, take by craft, Hes., Hdt., attic
II. to disguise, Soph.

Chinese

原文音譯:dolÒw 多羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:詐欺
字義溯源:誘入陷阱,私通,腐敗,曲解,謬講;源自(δόλος)=詭計);而 (δόλος)出自(δελεάζω)X*=誘捕)
同源字:1) (ἄδολος)無欺詐的 2) (δόλιος)狡計的 3) (δολιόω)用狡計 4) (δόλος)詭計
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 謬講(1) 林後4:2