πεῖνα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεῖνα:''' ион. [[πείνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> голод (π. καὶ [[δίψα]] Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. жажда, страсть (μαθημάτων Plat.).
|elrutext='''πεῖνα:''' ион. [[πείνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[голод]] (π. καὶ [[δίψα]] Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. жажда, страсть (μαθημάτων Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖνα Medium diacritics: πεῖνα Low diacritics: πείνα Capitals: ΠΕΙΝΑ
Transliteration A: peîna Transliteration B: peina Transliteration C: peina Beta Code: pei=na

English (LSJ)

Ion. πείνη, ης, ἡ, A hunger, famine, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407; πεῖνα (v.l. πείνη ) καὶ δίψα Pl.R.585a; δίψαν… καὶ πεῖναν ib.437d; δίψα καὶ πεῖνα Arist. de An.414b11; πείνην τε καὶ δίψος Pl.Phlb.34d; πείνη ib. 31e, Ly.221a : pl., δίψαι καὶ πεῖναι Arist. Rh. 1389a9. 2 metaph., hunger or longing for a thing, διὰ μαθημάτων πείνην Pl.Phlb.52a. (In nom. and acc. sg. Pl. usually has πείνη -ην, v. supr.)

German (Pape)

[Seite 544] ἡ, ion. u. ev. πείνη, welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit πένομαι, πένης?). Hunger, Hungersnoth; Od. 15, 407; πεῖνα καὶ δίψα, Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖνα: Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, πεῖνα, λιμός, πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· πεῖνα καὶ δίψα Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν αὐτόθι 437D· δίψα καὶ πεῖνα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ δίψος Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη αὐτόθι 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε πένομαι.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
faim, besoin de manger.
Étymologie: R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. πένομαι.

Greek Monotonic

πεῖνα: Ιων. πείνη, -ης, ἡ,
1. πείνα, λιμός, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
2. μεταφ., σφοδρή επιθυμία ή πόθος για κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖνα -ης, ἡ, Ion. πείνη honger; overdr.. διὰ μαθημάτων πείνην door honger naar kennis Plat. Phlb. 52a.

Russian (Dvoretsky)

πεῖνα: ион. πείνη
1) голод (π. καὶ δίψα Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);
2) перен. жажда, страсть (μαθημάτων Plat.).

Middle Liddell


1. hunger, famine, Od., Plat.
2. metaph. hunger or longing for a thing, Plat.

English (Woodhouse)

hunger, craving for food, pangs of hunger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)