φιλοστοργία: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2)</b> привязчивость ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.). | |elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[привязчивость]] ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φ. Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φ. D.S.4.44; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J. 2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3. 3 of sexual love, D.S.1.64.
German (Pape)
[Seite 1286] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερὰ ἀγάπη, στοργή, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· πρός τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) συμπάθεια μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vive affection, tendresse.
Étymologie: φιλόστοργος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόστοργος
τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.)
αρχ.
1. τρυφερότητα
2. ερωτική αγάπη.
Greek Monotonic
φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλοστοργία: ἡ
1) нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);
2) привязчивость (ἁπλότης καὶ φ. Xen.).
Middle Liddell
φῐλοστοργία, ἡ,
tender love, affectionateness, Xen.