δυσάντητος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσάντητος:'''<br /><b class="num">1)</b> неприятный на вид, отталкивающий ([[θέαμα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[невыносимый]], [[нестерпимый]] (τῆς ψυχῆς [[πάθη]] Plut.). | |elrutext='''δυσάντητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприятный на вид]], [[отталкивающий]] ([[θέαμα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[невыносимый]], [[нестерпимый]] (τῆς ψυχῆς [[πάθη]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άντητος, ον <i>adj</i> [[ἀντάω]]<br />[[disagreeable]] to [[meet]], [[boding]] of ill, Luc. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]άντητος, ον <i>adj</i> [[ἀντάω]]<br />[[disagreeable]] to [[meet]], [[boding]] of ill, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:07, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc. II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.
German (Pape)
[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l’abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.
Greek Monolingual
δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δυσάντητος:
1) неприятный на вид, отталкивающий (θέαμα Luc.);
2) невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς πάθη Plut.).
Middle Liddell
δυσ-άντητος, ον adj ἀντάω
disagreeable to meet, boding of ill, Luc.