κωμικός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κωμικός:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> комический актер, комик Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> комедийный поэт, комедиограф Plut.;<br /><b class="num">3)</b> Luc. = [[Ἀριστοφάνης]].<br />комический, комедийный ([[χορός]] Arst.; [[προσωπεῖον]] Luc.).
|elrutext='''κωμικός:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[комический актер]], [[комик]] Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> [[комедийный поэт]], [[комедиограф]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> Luc. = [[Ἀριστοφάνης]].<br />комический, комедийный ([[χορός]] Arst.; [[προσωπεῖον]] Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμῐκός Medium diacritics: κωμικός Low diacritics: κωμικός Capitals: ΚΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: kōmikós Transliteration B: kōmikos Transliteration C: komikos Beta Code: kwmiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κῶμος) A of or for comedy, comic, later form for κωμῳδικός, κ. ὑποκριτής Aeschin.1.157; ποητάς SIG711L 15 (Delph., ii B.C.); κ. χορός, ὄρχησις, Arist.Pol.1276b5, Demetr.Lac.Herc.1012.21; προσωπεῖον Luc.Bis Acc.33; ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ Id.Cal.24, cf. Plu.Ant.29. II Subst. κωμικός, , comedian, i.e. either comic actor, Alex.98.13; or comic poet, Plb.12.13.3, Phld.Mus.p.16 K. (pl.), Plu.2.62e, etc.; ὁ κ., κατ' ἐξοχήν, = Aristophanes, Luc.Prom.Es2, etc. Adv. -κῶς Ph.1.473, D.L.5.88.

German (Pape)

[Seite 1544] komisch, die komische Dichtkunst betreffend, nach Art der komischen Dichter, witzig, spöttisch; δρᾶμα, χορός, ὄρχησις, Poll. u. a. Sp.; ὑποκριτής, Schauspieler der Comödie, Aesch. 1, 157, wie οἱ κωμικοί Alexis bei Ath. XIII, 568 b; χάρις Luc. musc. encom. 11; ἱλαρῷ καὶ κωμικῷ προσώπῳ Luc. calumn. 24; Plut. Anton. 29; ὁ κωμικός, der komische Dichter, Pol. 12, 13, 3 u. Sp.; bei den Gramm. vorzugsweise Aristophanes. – Adv. κωμικῶς, komisch, Schol. Ar. Ach. 253, D. L. 5, 88.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῐκός: -ή, -όν, (κῶμος), ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωμῳδίαν, Λατ. comicus, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κωμῳδικός, κωμ. ὑποκριτὴς Αἰσχίν. 22. 27· κ. χορὸς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 7· προσωπεῖον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33· ἱλαρῷ καὶ κ. προσώπῳ ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 24, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 29· ― ὡς οὐσιαστ. κωμικός, ὁ, δηλ. ἢ κωμικὸς ὑποκριτής, ἠθοποιός, Ἄλεξ ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 13· ἢ κωμικὸς ποιητής, Πολύβ. 12. 13, 3, Πλούτ. 2. 62Ε, κτλ.· ὁ Ἀριστοφάνης ἐκαλεῖτο ὁ κατ’ ἐξοχὴν κωμικός, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Φίλων 1. 473, Διογ. Λ. 5. 88.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la poésie comique ou les poètes comiques.
Étymologie: κῶμος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κωμικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κωμωδία ή σε ποιητή που έχει γράψει κωμωδίες (α. «χορόν... κωμικόν», Αριστοτ.
β. «Παρμένοντος τοῦ κωμικοῦ ὑποκριτοῦ», Αισχίν.)
2. ως ουσ. α) αυτός που υποδύεται σε θεατρικό έργο αστείο ρόλο
β) αυτός που γράφει κωμωδίες
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί το γέλιο, αστείος, φαιδρός (α. «κωμικό πρόσωπο» β. «κωμικός ρόλος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κωμικό
παράσταση στην τέχνη ή κατάσταση στη ζωή που προκαλεί το γέλιο
3. φρ. «κωμική όπερα» — κατηγορία μουσικών-θεατρικών έργων με ανάλαφρο χαρακτήρα και ευτυχές τέλος, στην οποία εντάσσονται συνήθως η οπερέτα, η μουσική κωμωδία, η όπερα-μπούφα, η όπερα-μπαλάντα, η θαρθουέλα και η τοναδίγια
αρχ.
(το αρχ. ως ουσ.) ὁ κωμικός
ο Αριστοφάνης («ὡς ὁ κωμικὸς τὸν Κλέωνα», Λουκιαν.).
επίρρ...
κωμικώς και -ά (Α κωμικῶς)
με κωμικό τρόπο, αστεία
αρχ.
κατά τον τρόπο της κωμωδίας («τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακε, τὰ δὲ τραγικῶς», Διογ. Α.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμος. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε υστερογενώς αντί του τ. κωμῳδικός.

Greek Monotonic

κωμῐκός: -ή, -όν, Λατ. comicus = κωμῳδικός, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κωμικός: II
1) комический актер, комик Polyb.;
2) комедийный поэт, комедиограф Plut.;
3) Luc. = Ἀριστοφάνης.
комический, комедийный (χορός Arst.; προσωπεῖον Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμικός -ή -όν [κῶμος] komedie-:; ὑποκριτὴς κ. komediespeler Dem. 19.193; χορὸν... κωμικόν komediekoor Aristot. Pol. 1276b5; subst. ὁ κωμικός komediedichter; ὁ Κωμικός de comicus (Aristophanes); Luc. 71.2; τὸ κωμικόν de komische uitspraak. Plut. Pomp. 53.6.

Middle Liddell

κωμῐκός, ή, όν
Lat. comicus, = κωμῳδικός, Aeschin.