πρόθυρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόθῠρον:''' τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> наружная дверь Hom.;<br /><b class="num">2)</b> преддверие, крыльцо Hom., Aesch., Eur., Thuc.: ἐπὶ τοῖς προθύροις τινός Plat. в преддверии или накануне чего-л.
|elrutext='''πρόθῠρον:''' τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> наружная дверь Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[преддверие]], [[крыльцо]] Hom., Aesch., Eur., Thuc.: ἐπὶ τοῖς προθύροις τινός Plat. в преддверии или накануне чего-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθυρον Medium diacritics: πρόθυρον Low diacritics: πρόθυρον Capitals: ΠΡΟΘΥΡΟΝ
Transliteration A: próthyron Transliteration B: prothyron Transliteration C: prothyron Beta Code: pro/quron

English (LSJ)

τό, A front-door, door-way, especially of the entrance to the αὐλή, ἐκ δ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης Il.24.323, cf. Od.3.493: pl., στῆ δ' . . ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου 1.103; πρόθυρα δωμάτων A.Ch.966 (lyr.), cf. E.Tr.194(lyr.); of the entrance to the μέγαρον, Od.18.10, 101, 386, 21.299. 2 porch, portico, παραστάδας καὶ π. βούλει ποικίλα Cratin.42, cf. Dicaearch. Hist.59.8. 3 space before a door, whether or not it is a porch or portico: before the outmost entrance, pl., Od.4.20, 10.220, Hdt.3.140, 6.35; sg., Pl. Prt.314c, Smp.175a: Ἑρμαῖ . . λίθινοι . . ἐν ἰδίοις προθύροις Th.6.27, cf. Pi.P.3.78 (sg.), Ar.V.802 (pl.), 875 (sg.), Call.Epigr.26(sg.): before the entrance to the μέγαρον, Od.20.355 (sg.); before the entrance of a νεωκόριον, IG22.1672.208. II metaph., Κόρινθος Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος Pi.O.13.5; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις Pl.Phlb.64c; πρόθυρα καὶ σχῆμα . . σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον Id.R.365c; χείλη . . στόματος νεκταρέου πρόθυρα AP5.55 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 724] τό, die vordere Thür, der Thorweg, der aus dem Gehöft ins Freie führt, Il. 15, 124. 24, 323; ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος, von dem Todten, der bald bestattet werden soll, 19, 212. In der Od. auch im plur., στῆ ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου, 1, 103, wie 4, 40. Auch ein Platz vor der Thür des Hauses, Vorhof, vestibulum, wie Gell. 16, 5 erkl.: locus ante ianuam domus vacuus, per quem a via aditus accessusque ad aedes est; so Od. 20, 355, εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή, u. 21, 299, διὲκ προθύρου δὲ θύραζε ἕλκον, vgl. 22, 474; εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου, Pind. Ol. 6, 1; προθύροισιν Αἰακοῦ, N. 5, 53, u. öfter; χρόνος ἀμείψεται πρόθυρα δωμάτων, Aesch. Ch. 960, die Zeit wird einziehen in den Vorhof; Eur. Troad. 194; so auch in Prosa, Her. im plur., 3, 35. 140. 6, 35. 91; sing., Plat. Conv. 175 a Prot. 314 c; im plur. auch übertr., ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις, Phil. 64 c, vgl. Rep. II, 365 c; Xen. Cyr. 7, 5, 22 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθῠρον: τό, (θύρα) ἡ ἔμπροσθεν θύρα ἡ ἄγουσα ἔξω ἐκ τῆς αὐλῆς διὰ τῆς αἰθούσης, ἐκ δ’ ἔλασε προθύρου καὶ αἰθούσης Ἰλ. Ω. 323, Ὀδ. Γ. 493, Ο. 146· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., στῆ δ’... ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ’ αὐλείου Α. 103· στῆμεν ἐνὶ προθύροισι Ἰλ. Λ. 777. πρβλ. Ὀδ. Θ. 304, Κ. 220· παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα; Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9. 2) τὸ πρὸ τῆς θύρας ὑπόστεγον διάστημα εἶδος προστῴoυ, τὸ παρὰ Λατ. vestibulum (ὅπερ ὁ Gallus παρὰ Ge l 16. 5 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ locus ante januam domus vacuus, per quem a via aditus accessusque ad aedes est, καὶ ὁ Βιτρούβ. 6. 10 ante januam vestibula)· ἐπὶ τῆς ἐννοίας ταύτης ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον χρῆται τῷ ἑνικῷ, Ὀδ. Σ. 10, 101, 386, Υ. 355, Φ. 299· τῷ δὲ πληθ. Δ. 20· ἐν τῷ προθύρῳ, ὡς ἐν προσκυνηταρίῳ ἦσαν οἱ τῆς οἰκογενείας θεοί, Πινδ. Π. 3. 139· ― ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας καὶ ἀεὶ κατὰ πληθ., 3. 35, 140, κ. ἀλλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., πρόθυρα δωμάτων Αἰσχύλ. Χο. 966, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 194, Θουκ. 6. 27· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Πρωτ. 314C, Συμπ. 157Α. 3) μεταφορ., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος Πινδ. Ο. 13. 5· ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις Πλάτ. Φίληβ. 64C· πρόθυρα... καὶ σχῆμα... ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C· χείλη... στόματος νεκταρέου πρόθυρα Ἀνθ. Π. 5. 56.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 porte de devant, porte extérieure de la maison;
2 place devant la porte d’une maison, vestibule.
Étymologie: πρό, θύρα.

English (Autenrieth)

(θύρη): front gateway, Od. 1.103, Od. 3.493; front doorway (see plate III. t), Od. 8.304, Od. 18.10; porch at the entrance of the court, with pillars (see plate III. A).

English (Slater)

πρόθῠρον (-ῳ, -ον, -ων, -οισιν.)
   1 portal, vestibulum χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (O. 6.1) παρ' ἐμὸν πρόθυρον (P. 3.78) προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ ἐν Αἰγίνῃ Σ.) (N. 5.53) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν (I. 8.2) ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Pae. 6.135) πρό]θυρον ἑόν (supp. Lobel) Πα. 22. b. 16. met. of cities, Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (O. 13.5) ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρο̄ν Εὐρυσθέος ἔλασεν (Κυκλωπείων προθύρων v.l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.

Greek Monotonic

πρόθῠρον: τό (θύρα),
1. μπροστινή πόρτα, πόρτα που οδηγει από την αὐλήν στο εσωτερικό, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.
2. χώρος πριν από την πόρτα, είδος υπόστεγου ή βεράντας, Λατ. vestibulum, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
3. μεταφ., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος, σε Πίνδ.· πρόθυρα ἀρετῆς, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόθυρον -ου, τό [πρό, θύρα] voordeur, toegangsdeur. voorhof, voorportaal; overdr.. ἐπὶ μὲν τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις bij het voorportaal van het goede Plat. Phlb. 64c.

Russian (Dvoretsky)

πρόθῠρον: τό тж. pl.
1) наружная дверь Hom.;
2) преддверие, крыльцо Hom., Aesch., Eur., Thuc.: ἐπὶ τοῖς προθύροις τινός Plat. в преддверии или накануне чего-л.

Middle Liddell

πρό-θῠρον, ου, τό, θύρα
1. the front-door, the door leading from the αὐλή, Hom.; also in plural, Hom.
2. the space before a door, a kind of porch or verandah, Lat. vestibulum, Od., Hdt., attic
3. metaph., Κόρινθος πρόθυρον Ποτειδᾶνος Pind.; πρόθυρα ἀρετῆς Plat.

English (Woodhouse)

fore-court, forecourt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)