σημασία: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σημᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> знак, указание Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[показатель]], [[признак]] (ἤθους Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. значение, смысл. | |elrutext='''σημᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[знак]], [[указание]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[показатель]], [[признак]] (ἤθους Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. значение, смысл. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (A σημαίνω ΙΙ) the giving a signal or command, LXXNu.29.1; αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σ. D.S.2.54. II indication, αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστίν Arist.Pr.919b36; designation, Str.8.6.5. 2 meaning, signification, πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος, title of work by Chrysippus, Stoic.2.5, cf. Phld.Sign.34: freq. in Gramm., A.D.Pron.14.3, al., Ael.Tact.24.4, Iamb.Protr.4, etc. 3 notation in Music, Gaud. Harm.20. III the decisive appearance of a disease, Aret.SA1.5, al. IV mark, ἐν δέρματι χρωτός LXX Le.13.2; of the Nile-flood, ἀνῆλθεν ἡ τοῦ Νείλου σ. κατὰ τὸ ἱερατικὸν σημεῖον Bull.Soc.Alex. 5.55(v/vi A.D.). V address of a correspondent, POxy.1678.28 (iii A.D.). VI βασιλικὴ σ. royal insignia or appearance, Sor. Fasc.8.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, das Bezeichnen, das Geben eines Zeichens, Befehls, auch das gegebene Zeichen selbst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σημᾰσία: ἡ, (σημαίνω ΙΙ) τὸ σημαίνειν, τὸ νὰ δίδῃ τις σημεῖον ἢ πρόσταγμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 1)· αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σ. Διόδ. 2. 54. ΙΙ. τὸ δηλοῦν, τὸ σημαίνειν, δεικνύειν, αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστὶν Ἀριστ. Προβλ. 19. 27, πρβλ. Στράβ. 369. 2) ἡ σημασία λέξεως, Γραμμ.· - σημείωσις τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ, Gaudent. σ. 20. ΙΙΙ. ἡ κατάδηλος ἐμφάνισις τῆς νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙV. σημεῖον, «σημάδι», ἐν δέρματι χρωτὸς Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 2).- Καθ’ Ἡσύχ.: «σημασία· φανέρωσις (διὰ σάλπιγγος)».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
signe, ce à quoi on reconnaît qqn ou qch ; marque (du caractère, etc.).
Étymologie: σημαίνω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία της λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία της τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η σπουδαιότητα, το αξιόλογο, η σοβαρότητα (α. «η σημασία των αποφάσεών του θα φανεί αργότερα» β. «μια γυναίκα χωρίς σημασία»)
2. φρ. «δίνω σημασία σε κάτι» — θεωρώ κάτι ως σημαντικό
μσν.
σημειογραφική παράσταση σε κείμενο μουσικής
μσν.-αρχ.
το να δίνει κανείς ένα σημάδι ή πρόσταγμα
αρχ.
1. ένδειξη
2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου
3. η ένδειξη της στάθμης του νερού στο νειλόμετρο
4. η αναγραφή της διεύθυνσης του παραλήπτη στην εξωτερική πλευρά της επιστολής
5. φρ. α) «βασιλική σημασία» — τα βασιλικά εμβλήματα
β) «Πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σημασ- του σημαίνω (πρβλ. παρακμ. σε-σήμασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. ξηραίνω: ξηρασία, υγραίνω: υγρασία)].
Russian (Dvoretsky)
σημᾰσία: ἡ
1) знак, указание Diod.;
2) показатель, признак (ἤθους Arst.);
3) грам. значение, смысл.