σκέμμα: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;<br /><b class="num">2)</b> рассмотрение, исследование Plat., Arst. | |elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[предмет рассмотрения]], [[тема исследования]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[рассмотрение]], [[исследование]] Plat., Arst. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:49, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (σκέπτομαι) A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R.435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S. II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37. III scheme, plot, J.BJ1.24.6.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Betrachtung, Überlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῦ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῖς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῦτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].
Greek Monotonic
σκέμμα: -ατος, τό (σκέπτομαι),·
I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ.
II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκέμμα: ατος τό σκέπτομαι
1) предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;
2) рассмотрение, исследование Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.
Middle Liddell
σκέμμα, ατος, τό, σκέπτομαι
I. a subject for speculation, a question, Plat.
II. speculation, Plat.