ἄκουσμα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκουσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> слышимое или слышанное, т. е. звуки, мелодия, музыка или сообщение, рассказ, слух, тж. изречение (ἀκούσματα καὶ ὁράματα Arst.): τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. то, что больше всего ласкает слух; πολλῶν καὶ [[καλῶν]] ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. наслущавшийся многих прекрасных наставлений; ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. выслушать верную весть;<br /><b class="num">2)</b> певец или музыкант (τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.). | |elrutext='''ἄκουσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> слышимое или слышанное, т. е. звуки, мелодия, музыка или сообщение, рассказ, слух, тж. изречение (ἀκούσματα καὶ ὁράματα Arst.): τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. то, что больше всего ласкает слух; πολλῶν καὶ [[καλῶν]] ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. наслущавшийся многих прекрасных наставлений; ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. выслушать верную весть;<br /><b class="num">2)</b> [[певец или музыкант]] (τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀκούω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[thing]] [[heard]], [[such]] as [[music]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> a [[rumour]], [[tale]], Soph. | |mdlsjtxt=[[ἀκούω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[thing]] [[heard]], [[such]] as [[music]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> a [[rumour]], [[tale]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A thing heard, such as music, ἥδιστον ἄ. X.Mem.2.1.31, Men.660; ἀ. καὶ ὁράματα Arist.Pol.1336b2, cf. EN1174b28, Posidon.23, Plu.Crass.33. 2 rumour, report, S.OC518 (lyr.), Jul.Or.3.110d. 3 oral instruction, in the Pythag. school, Iamb. VP18.82.
German (Pape)
[Seite 78] τό, das Gehörte, ὀρθὸν ἄκ. ἀκούειν Soph. O. C. 520, vom Gesang, μουσικὰ ἀκ., Plat. Axioch. 371 d; ἡδύ Arist. Eth. Nic. 10, 4, 7; Cic. Att. 12, 4; von dem, was man gelernt hat, πολλῶν καὶ καλῶν ἀκ. πεπληρωμένος Isocr. 1, 12; D. Hal. 10, 10 δεινὰ ἀκ., schreckliche Gerüchte. Bei Athen. V, 211 c VI, 246 d Plut. Crass. 33 sind ἀκούσματα Sänger; ἔπαινος ἥδιστον ἀκ. Xen. Mem. 2, 1, 31, der angenehmste Ohrenschmaus; so verb. Luc. Nigr. 19 θεάματα καὶ ἀκούσματα, wie Plut. Symp. 5, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκουσμα: [ᾰκ], ατος, τό, τὸ ἀκουσθέν, ὡς ἡ μουσική, ἥδιστον ἄκ., τὸ γλυκύτατον ἄκουσμα ὅπερ τὸ οὖς εἰσδέχεται, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 7, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 115· ἀκ. καὶ ὁράματα, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 7. 2) φήμη, εἴδησις, διήγημα, Σοφ. Ο. Κ. 517 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. ce qu’on entend (parole, musique, etc.) ; particul.
1 récit, nouvelle, bruit;
2 enseignement, précepte;
II. τὰ ἀκούσματα ceux qu’on écoute, troupe de musiciens.
Étymologie: ἀκούω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1lo que se oye, cosa oída τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος, ἐπαίνου σεαυτῆς, ἀνήκοος εἶ no has escuchado lo que se oye con más gusto, la alabanza de tí misma X.Mem.2.1.31, οὐκ ἔστ' ἄκουσμ' ἥδιον nada más dulce de oír Men.Fr.825, διὰ τῶν ὤτων ἀ. X.Hier.1.4, ἡδέα ἀκούσματα Arist.EN 1174b28, junto a ὅραμα Hp.Hum.5, Arist.Pol.1336b2, ἵππον ... ταράττει τὰ ἐξαπίναια καὶ ὁράματα καὶ ἀ. X.Eq.9.4, junto a θέαμα Plu.2.674b
•de ahí rumor, relato χρῄζω ... ὀρθὸν ἄκουσμ' ἀκοῦσαι quiero conocer la verdad del rumor S.OC 518, δεινὸν ἀ. D.H.10.10, cf. Th.6.3.
2 lección, enseñanza, máxima, teoría πολλὰ καὶ καλὰ ἀκούσματα Isoc.1.12, ἀκούσματα πρὸς τοὺς πολλοὺς καταγελαστότερα Pl.Ep.314a, δημόσιον ἄ. doctrina adecuada para el vulgo Gal.9.934
•ordenanzas militares tít. de Aen.Tact.38.5
•esp. en la escuela pitagórica instrucción oral Iambl.VP 82.
II plu.
1 cantores τὰ δὲ ἀκούσματα αὐτῶν εἰσὶν οἱ καλούμενοι βάρδοι Posidon.69, εἰσαγαγεῖν ἐκέλευσε τὰ ἀκούσματα Ath.211c.
2 audiciones μουσικὰ ἀκούσματα Pl.Ax.371d
•composiciones musicales Plu.Crass.33.
Greek Monolingual
το (Α ἄκουσμα)
1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή
2. φήμη, είδηση καλή ή κακή
αρχ.
1. το ακρόαμα (Αθήν. 5.47)
2. πληθ. τὰ ἀκούσματα
διαλέξεις, προφορική διδασκαλία (για τη Σχολή τών Πυθαγορείων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσμάτιον αρχ.-μσν. ἀκουσματικός.
Greek Monotonic
ἄκουσμα: -ατος, τό (ἀκούω),
1. αυτό που ακούγεται, όπως η μουσική, σε Ξεν.
2. φήμη, διήγηση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκουσμα: ατος τό
1) слышимое или слышанное, т. е. звуки, мелодия, музыка или сообщение, рассказ, слух, тж. изречение (ἀκούσματα καὶ ὁράματα Arst.): τὸ πάντων ἥδιστον ἄ. Xen. то, что больше всего ласкает слух; πολλῶν καὶ καλῶν ἀκουσμάτων πεπληρωμένος Isocr. наслущавшийся многих прекрасных наставлений; ὀρθὸν ἄ. ἀκοῦσαι Soph. выслушать верную весть;
2) певец или музыкант (τῆς Ἑλλάδος άκούσματα Plut.).
Middle Liddell
ἀκούω
1. a thing heard, such as music, Xen.
2. a rumour, tale, Soph.